SR-600 Πήλιο και Όσσα "Για το χατήρι σου, Κίσσαβε!"



Πριν από έναν χρόνο ακριβώς, Οκτώβριος του 2024 ήταν, αποφάσισα για πρώτη φορά στην ποδηλατική μου ζωή να πάρω μέρος σε μια Super Randonnee. Μετά από μελέτη και προσεκτική ανάγνωση των διαδρομών και των υψομετρικών, κατέληξα σε αυτή του Πηλίου, που έχει σχεδιάσει ο Γιάννης Βουκελατος, για τον απλούστατο λόγο ότι φαινόταν (και, τελικά, είναι) μια διαδρομή που ενδείκνυται για κάποιον που ποτέ στη ζωή του δεν έχει δοκιμάσει κάτι ανάλογο, να μπει στη διαδικασία να συμμετάσχει.

 

Όταν μιλάμε για Super Randonnee, πάνω – κάτω οι περισσότεροι ποδηλάτες, που βρίσκονται στον χώρο των μεγάλων αποστάσεων, γνωρίζουν για το τι πρόκειται. Διαδρομές των 600 χιλιομέτρων που περιλαμβάνουν πάνω από 10.000 θετικά υψομετρικά. Όσο κι αν αυτό μπορεί να ακουστεί κάπως περίεργο, ακόμα και αυτού του είδους οι διαδρομές ενδέχεται να χωριστούν σε δύο κατηγορίες: είναι οι υπερβολικά δύσκολες (συνήθως άνω των 13.500 υψομετρικών) και οι λεγόμενες πιο μέσης δυσκολίας που κινούνται λίγο πιο πάνω από το όριο των 10.000 υψομετρικών. Η SR-600 του Πηλίου ανήκει θεωρητικά σε αυτή τη δεύτερη κατηγορία και, πάντως, είναι πολύ πιο διαχειρίσιμη σε σχέση με άλλες.

 

Ο βασικός λόγος, λοιπόν, που πέρυσι είχα επιλέξει τη συγκεκριμένη διαδρομή ήταν αυτός. Τα περίπου 11.500 θετικά υψομετρικά (αρκετά λιγότερα λέει επισήμως το openrunner) μου φαίνονταν μια πιο προσιτή επιλογή σε σχέση με τα θηριώδη νούμερα που έβλεπα σε άλλες διαδρομές. Είχα και πρόσκληση από τον Μηνά και τον Γιώργο, οπότε το αποφάσισα και πήγα. Οι εντυπώσεις και η συνολική μου εμπειρία από εκείνη την πρώτη φορά καταγράφηκαν εδώ:

 

https://iliotaxideftis.blogspot.com/2025/02/sr-600.html

 

 

Έναν χρόνο αργότερα, έχοντας ολοκληρώσει τρεις ακόμα διαδρομές SR-600 στην ελληνική επικράτεια, ένιωσα ένα είδος νοσταλγίας για τα μέρη εκείνα που δοκίμασα τις αντοχές μου για πρώτη φορά πέρυσι. Για να πω την αλήθεια, ένα από τα απωθημένα της περσινής εμπειρίας ήταν το ότι δεν κατάφερα να κάνω την ανάβαση του Κίσσαβου με το φως της μέρας. Με τον Μηνά είχαμε ακολουθήσει ένα άλλο πρόγραμμα και βρεθήκαμε στον Κάναλο μέσα στη μαύρη νύχτα με αποτέλεσμα να μην δούμε την, σύμφωνα με τα λεγόμενα πολλών, πανέμορφη φύση αυτού του βουνού σε όλο το μήκος της θηριώδους ανηφόρας των 24 χιλιομέτρων από την Καρίτσα μέχρι το καταφύγιο.

 

«Για το χατήρι σου, λοιπόν, Κίσσαβε!», σκέφτηκα και ακαριαία αποφάσισα να κάνω πράξη την επιθυμία και να ζήσω το απωθημένο. Αποφάσισα να φτιάξω το πρόγραμμα των ωρών αναχώρησης με τρόπο τέτοιο, έτσι ώστε να είμαι στην κορυφή με το φυσικό φως.

 

Τα δεδομένα αυτής της περιπέτειας σε σχέση με την περσινή διαφοροποιήθηκαν ως προς τα logistics. Μαζί μου θα είχα και τον άμαχο πληθυσμό του σπιτιού, σύζυγο και κόρες, που θα περνούσαν ένα όμορφο τριήμερο στο Πήλιο όσο εγώ θα ποδηλατούσα. Το δεδομένο αυτό διαφοροποίησε την κατάσταση και τη γενική ρουτίνα του προγράμματος ύπνου που έχω συνήθως σε μεγάλες διαδρομές. Για να το εξηγήσω πιο απλά, αυτή τη φορά, για πρώτη φορά στα χρονικά δεν θα κοιμόμουν σε υπαίθριο χώρο όπως συνηθίζω να κάνω (παγκάκια, ξαπλώστρες, παραλίες, κιόσκια, όπου γης πατρίς!), αλλά θα έκανα και τις δύο διανυκτερεύσεις σε δωμάτια που είχαμε κλείσει οικογενειακώς. Πρώτη διανυκτέρευση στο κέντρο του Βόλου, δεύτερη στο Κόκκινο Νερό. Με βάση αυτά, έπρεπε να φτιάξω και το αντίστοιχο ταιριαστό πρόγραμμα ποδηλασίας. Έχουμε και λέμε, λοιπόν:

 

Το σχέδιο της πρώτης μέρας περιλάμβανε αναχώρηση στις 04.00 το πρωί, ποδηλασία 270 χιλιομέτρων και επιστροφή το βράδυ στον Βόλο. Ύπνος στο δωμάτιο και αναχώρηση στις 06.30 προκειμένου να καλύψω ακόμα 180 χιλιόμετρα, στα οποία συμπεριλαμβανόταν η ανάβαση στον Κίσσαβο νωρίς το απόγευμα και η κατάβαση προς το Κόκκινο Νερό όπου και θα γινόταν η δεύτερη διανυκτέρευση. Η τρίτη μέρα θα είχε και πάλι πολύ πρωινή αναχώρηση, πάλι στις 04.00, έτσι ώστε να βγουν μέσα σε 12 ώρες τα υπόλοιπα 160 χιλιόμετρα (2.000 υψομετρικά) μέχρι τον τερματισμό στο λιμάνι του Βόλου.

 

Αυτά ήταν το πλάνο της διαχείρισης και, για να προλάβω το ενδιαφέρον του αναγνώστη, η αλήθεια είναι ότι βγήκε πολύ καλά και ακριβώς όπως σχεδιάστηκε. Είναι πολύ βασικό σε τέτοιες διαδρομές και δοκιμασίες πάντα να υπάρχει σαφές πλαίσιο κινήσεων, πλήρως μελετημένο και οργανωμένο. Με την εμπειρία που αποκτά κανείς, βέβαια, σε βάθος χρόνου αυτό το πλαίσιο ενδέχεται να γίνεται όλο και πιο ευέλικτο, με την έννοια ότι ο randonneur θα μπορεί πια να βρίσκει εναλλακτικές λύσεις για διαφοροποίηση των πλάνων του εν κινήσει, αναλόγως τα δεδομένα που θα βρίσκει κάθε φορά μπροστά του.


ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ

Τις τελευταίες μέρες πριν την εκκίνηση έκανα κάποιες διαδρομές με κάμποσα φορτωμένα υψομετρικά χωρίς, όμως, να κουράσω το σώμα μου. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον το πώς η εμπειρία βοηθάει κάποιον να προετοιμάζεται κάθε φορά που πρόκειται να κάνει μια μεγάλη διαδρομή τέτοιου είδους. Με την εμπειρία κατορθώνεις να βάζεις στο μυαλό σου πλάνα και σχέδια, οργάνωση ποδηλάτου και ταξιδιού χωρίς να σπαταλάς πολύ χρόνο και ενέργεια και χωρίς να έχεις εκείνο το βαρύ άγχος της πρώτης φοράς μήπως παραλείψεις κάτι σημαντικό. Η συνεχής επαφή με τις μεγάλες αποστάσεις και τα ποδηλατικά ταξίδια οδηγεί σταδιακά τον ποδηλάτη στο να οργανώνεται αβίαστα και χωρίς παραλείψεις και κάθε φορά αυτή η προετοιμασία να γίνεται όλο και πιο απλουστευμένη.

 

Το γεγονός ότι δεν θα κοιμόμουν έξω τις δύο νύχτες με απάλλαξε από το έξτρα βάρος και φροντίδα του να έχω μαζί μου είδη κατασκήνωσης και τρόφιμα, οπότε το σύνολο της σκέψης και της οργάνωσής μου έπεσε αποκλειστικά και μόνο στο να είμαι σωματικά και πνευματικά σε άριστη κατάσταση. Το ποδήλατο θα ταξίδευε πολύ ελαφρύ, με τα άκρως απαραίτητα (ρούχα, κυρίως, καθώς και μερικά είδη πρώτης ανάγκης – σαμπρέλες, εργαλεία, μερικά ψευτοτρόφιμα), τα οποία τακτοποιήθηκαν σε τσάντα στη σχάρα, σε ένα setup που έχει δοκιμαστεί επιτυχώς κατά το παρελθόν σε κάποιες μεγάλες διαδρομές. Το στήσιμο αυτό περιλαμβάνει δέσιμο της τσάντας στη σχάρα με χταπόδια, τα οποία είναι πολύ πρακτικά γιατί μου επιτρέπουν να πιάνω σε αυτά τα βρεγμένα και ιδρωμένα ρούχα που βάζω και βγάζω κατά τη διάρκεια της διαδρομής και να στεγνώνουν από τον ήλιο καθώς συνεχίζω να ποδηλατώ. Με εξυπηρετεί πολύ και είναι μια λύση που με έχει βοηθήσει τόσο κατά το παρελθόν, όσο και τώρα: είσαι ιδρωμένος και θες να βάλεις στεγνά; βγάζεις το βρεγμένο, το πιάνεις στα χταπόδια, συνεχίζεις να κάνεις ποδήλατο και αυτό στεγνώνει. Όταν το χρειαστείς, είναι εκεί έτοιμο.

 

Αφού όλα είχαν οργανωθεί, ταξιδέψαμε οικογενειακώς στη Μαγνησία. Εγώ για να ζήσω τις ομορφιές του Πηλίου και του Κισσάβου ποδηλατικώς, οι γυναίκες του σπιτιού για να τις ζήσουν...αυτοκινητικώς! Fair enough!


1η ημέρα: Βόλος – Βόλος

275 χλμ / 5360 υψομετρικά

 

Προγραμματισμένη εκκίνηση στις 04.00 τα ξημερώματα. Άφησα το δωμάτιο και την οικογένεια στον ύπνο και ήμουν στη θέση μου ακριβώς μπροστά στην είσοδο του λιμανιού του Βόλου. Εντάξει, χάθηκα λίγο σε κάτι στενά στην αρχή μέχρι να φτάσω, αλλά βρέθηκα τελικά στο σημείο απροβλημάτιστα. Να χαθείς μέσα στον Βόλο, μοιάζει λίγο με σύντομο ανέκδοτο, αλλά όλα μπορεί τελικά να συμβούν σε αυτή τη ζωή!

 

Φωτογραφία εκκίνησης στις 04.15 και άμεση αναχώρηση νοτιοανατολικά προς Αγριά και Λεχώνια, προκειμένου να ξεκινήσει η πρώτη ανάβαση της ημέρας προς Άγιο Γεώργιο. Εύκολα και απροβλημάτιστα βρέθηκα εκεί και αμέσως μετά κατάβαση προς Βυζίτσα, όπου είναι και το σημείο του 1ου κοντρόλ. Ακόμα δεν είχε ξημερώσει, η κατηφόρα συνεχίστηκε και με αρκετό κρύο και υγρασία πέρασα τις Μηλιές και βρέθηκα και πάλι στον κεντρικό προς Κορόπη και Αργαλαστή. Φωτογραφία 2ου κοντρόλ εκεί και συνέχεια της διαδρομής πάλι ανηφορικά για Αφέτες.




Έφτασα στην Αργαλαστή (χλμ 55) στις 08.15 και αποφάσισα την πρώτη στάση του ταξιδιού σε μια κεντρική καφετέρια για ένα σκέτο εσπρέσσο, το οποίο έκανε τα κάπως βαριά ακόμα μάτια μου να ανοίξουν διάπλατα. Δέκα λεπτά αργότερα ήμουν και πάλι στον δρόμο με πολύ αυξημένη ενέργεια πλέον και όρεξη για πετάλι. Θαυματουργό εσπρεσσάκι, το ήπια στην υγειά σου, φίλε Μπάμπη, ξέρεις εσύ!

 

Πλέον είχε ξημερώσει για τα καλά, η μέρα ήταν πεντακάθαρη και ένα κρύο βοριαδάκι που φυσούσε κάπως κόντρα δεν ήταν καθόλου δυσάρεστο, το αντίθετο. Με βοηθούσε να μη ζεσταίνομαι στις ανηφόρες, ενώ παράλληλα ήταν πολύ ανεκτό στις κατηφόρες. Ένιωθα πολύ φρέσκος και σε εξαιρετική κατάσταση και το ταξίδι συνεχίστηκε νοτιοανατολικά προς Προμύρι. Μόλις έφτασα εκεί, ένα λάθος της πλοήγησης με οδήγησε μέσα στο χωριό σε άγρια πλακόστρωτα και μέσα σε αυλές (!), όπου έκπληκτοι άνθρωποι δεν κατόρθωναν να ψελλίσουν ούτε «καλημέρα» σε έναν ουρανοκατέβατο εξωγήινο με κράνος και ποδήλατο που εισέβαλε πρωί πρωί στα σπίτια τους και στη ζωή τους. Το λάθος αυτό στην πλοήγηση μου κόστισε κάποια λίγα έως αρκετά λεπτά χρόνου, μιας και μετά βρέθηκα εκτός πορείας και μέχρι να επανέλθω στον κεντρικό δρόμο έπρεπε να σκαρφαλώσω κάτι ντούρα που μπορεί να είχαν κλίση και άνω του 20%. Ωστόσο, κάποια στιγμή κι αυτό αποτέλεσε παρελθόν και λίγη ώρα αργότερα ήμουν στο χωριό Λύρη (χλμ 79), στο σημείο του επόμενου φωτογραφικού κοντρόλ.


Άμεση αναχώρηση και συνέχεια της περιπλάνησης στο ανατολικό Πήλιο με θέα απέναντι τη Σκιάθο, το νησί του Παπαδιαμάντη. Το σημείο αυτό έχει μια ιδιαίτερη ομορφιά και ησυχία, καθώς μοιάζει πολύ αποκομμένο από τον έξω κόσμο. Η διαδρομή προχωρά ανάμεσα σε κτήματα με ελιές και δάσος πεύκου σε πολύ καλό οδόστρωμα με αρκετά ήπιες κλίσεις στις ανηφόρες και η γενικότερη αίσθηση της ποδηλασίας εκεί είναι απλώς απολαυστική.




Τα πρώτα 100 χιλιόμετρα της διαδρομής (2150 υψομετρικά) ολοκληρώθηκαν σε 7 ώρες και πλέον είχα πιάσει την κατηφόρα από τον Λαύκο προς τη Μηλίνα. Όμορφη και γρήγορη κατάβαση 8 χιλιομέτρων με θέα στο βάθος ολόκληρο τον Παγασητικό. Η ώρα είχε φτάσει περίπου 11.30 το πρωί, η θερμοκρασία ήταν πλέον στους 20 βαθμούς και το απαλό βοριαδάκι μπήκε πλέον στην πλάτη μου μόλις έφτασα στη Μηλίνα και ξεκίνησε να με σπρώχνει διακριτικά προς τα νότια σε επίπεδο τερέν με ελαφρά πάνω – κάτω. Πήγαινα αρκετά γρήγορα και πια είχα αρχίσει να ζεσταίνομαι, οπότε σταμάτησα αναγκαστικά για να βγάλω το τζάκετ και το μακρύ κολάν και να μείνω με το τζέρσευ και το σορτς. 




Η παραθαλάσσια αυτή διαδρομή στο νότιο Πήλιο που ενώνει τη Μηλίνα με το Τρίκερι είναι πολύ όμορφη. Μικρά μικρά χωριουδάκια εδώ κι εκεί με ελάχιστα σπίτια το καθένα και συνεχής οπτική επαφή με τον Παγασητικό. Στο τέλος αυτής της σχεδόν επίπεδης πορείας ξεκινά μια ολίγον τι σκληρή ανηφόρα για το Τρίκερι που, όμως, δεν κουράζει γιατί είναι σύντομη. Στο κέντρο αυτού του χωριού, στην πινακίδα που υπάρχει εκεί, είναι το σημείο του επόμενου κοντρόλ. Φωτογραφία, μια σύντομη στάση σε ένα μίνι μάρκετ για μια κοκα κολα και πήρα την απότομη κατηφόρα για την Αγία Κυριακή. Στα πρώτα μέτρα αυτής της κατηφόρας σταμάτησα σε ένα κιόσκι που υπάρχει στην άκρη του δρόμου, ήπια με την ησυχία μου το αναψυκτικό μου με εξαιρετική θέα την Εύβοια απέναντι και συνέχισα την πορεία προς Αγία Κυριακή.




Έφτασα στο γραφικό αυτό παραθαλάσσιο χωριό περίπου στις 14.00 το μεσημέρι. Σε 9 ώρες και 35 λεπτά είχα συμπληρώσει 136 χιλιόμετρα και 2.600 υψομετρικά. Η αλήθεια είναι ότι ένιωσα πως ήμουν ελαφρώς εκτός χρονικού περιθωρίου, έτσι όπως το είχα σχεδιάσει. Έφερα στο μυαλό μου το γεγονός πως πέρυσι ήμουν στο ίδιο σημείο σε 8 ώρες και 53 λεπτά, σχεδόν τρία τέταρτα της ώρας πιο γρήγορα. Το βγάλε – βάλε σε ανηφόρες και κατηφόρες και το γεγονός ότι σταμάτησα για αλλαγή ρούχων, φαίνεται να είχε κοστίσει τελικά. Αποφάσισα να κάνω μανιωδώς ασταμάτητο πετάλι για όσο χρειαστεί προκειμένου να κερδίσω τον χαμένο χρόνο, αν και σχεδόν πάντα ισχύει ο κανόνας ότι ο χρόνος δεν μαζεύεται, αντίθετα απλώνεται περισσότερο. Παρόλα αυτά, ξεκίνησα δυνατά.

 

Έφυγα αμέσως από την Αγία Κυριακή παίρνοντας τον δρόμο της επιστροφής από την ίδια διαδρομή όπως είχα έρθει. Έφτασα γρήγορα στη Μηλίνα και συνέχισα ανηφορικά για Χόρτο και Αργαλαστή. Εκεί έκανα ένα δεκάλεπτο διάλειμμα για να φάω δύο από τα τοστ που είχα μαζί μου και συνέχισα γρήγορα με βορειοανατολική πορεία αυτή τη φορά. Ο στόχος ήταν πλέον το κοντρόλ στο Χορευτό.

Το πρόβλημα που είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνισή του ήταν ο βορεινός άνεμος, ο οποίος όσο περνούσε η ώρα δυνάμωνε και ήταν μονίμως μετωπικός. Κεφάλι κάτω και πετάλι.

 

Έφτασα στην Τσαγκαράδα και μετά από μερικά πάνω – κάτω πήρα την απότομη κατηφόρα για το Χορευτό. Ήμουν εκεί στις 19.04 το απόγευμα με το φως της μέρας ακόμα, το οποίο, όμως, σύντομα θα έδινε τη θέση του στο σκοτάδι. Είχα κάνει 14 ώρες και 49 λεπτά για 220 χιλιόμετρα. Κύτταξα στο κινητό τη φωτογραφία με τους περσινούς αντίστοιχους χρόνους και είδα ότι ένα χρόνο πριν είχα χρειαστεί 14 ώρες και 18 λεπτά. Μισή ώρα λιγότερο. Κάπως είχε συμμαζευτεί η κατάσταση σε σχέση με τα τρία τέταρτα που είχα καθυστερήσει για την Αγία Κυριακή.

 

Έβγαλα τη φωτογραφία του κοντρόλ στην είσοδο του κάμπινγκ και ετοιμάστηκα για τη μεγάλη ανάβαση των 27 χιλιομέτρων μέχρι τα Χάνια που, μοιραία, θα την έκανα εξ’ ολοκλήρου στο σκοτάδι. Από το μηδενικό υψόμετρο της θάλασσας στα 1250 μέτρα. Με ήδη 220 χιλιόμετρα και 4.000 υψομετρικά στα πόδια. Φώτα άναψαν, γιλέκο φορέθηκε, δυο τρεις βαθιές ανάσες και ξεκίνημα. Μια απόφαση ήταν!

 

Η ανάβαση αυτή έχει το θετικό χαρακτηριστικό ότι οι κλίσεις της είναι σχεδόν παντού ήπιες. Βέβαια, όταν μιλάμε για μια ανηφόρα – μεγαθήριο 27 συνεχόμενων χιλιομέτρων που προσθέτει 1200 θετικά υψομετρικά, αυτό είναι που λέμε «παρηγοριά στον άρρωστο». Αλλά, καμιά φορά θα πρέπει να βρίσκουμε έστω και μερικά μηδαμινά θετικά στοιχεία προκειμένου να περάσουμε όσο το δυνατόν πιο ανώδυνα μια δυσκολία!

 

Η ανάβαση ξεκίνησε και το σκοτάδι έπεσε απότομα πίσω από τη βαριά σκιά του βουνού. Ανέβαινα με πρώτο στόχο να φτάσω στη Ζαγορά. Η διαδρομή περνάει μέσα από τις μεγάλες εκτάσεις με τις περίφημες μηλιές που κάνουν τα υπέροχα μήλα της Ζαγοράς, είναι και η εποχή τους τώρα, και ο δρόμος είχε αυξημένη κίνηση. Αγροτικά αυτοκίνητα φορτωμένα ως απάνω με μεγάλα τελάρα γεμάτα μήλα ανέβαιναν και με προσπερνούσαν συνεχώς κινούμενα προς τις εγκαταστάσεις του τοπικού Συνεταιρισμού. Σαν να μην έφτανε αυτό, από την αντίθετη κατεύθυνση κατέβαιναν συνεχώς νταλίκες που πήγαιναν κι αυτές στον συνεταιρισμό για φόρτωμα. Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής μέχρι το ξεκόρφισμα μέτρησα να κατεβαίνουν και να ανεβαίνουν αντίστοιχα τουλάχιστον δέκα τέτοιες, μερικές κιόλας με ρυμουλκούμενο.

 

Στην άκρη του δρόμου τα κλαδιά των μηλιών γεμάτα καρπό, ήταν πρόκληση για έναν κουρασμένο ποδηλάτη. Απαλλοτρίωσα δυο – τρία μήλα, τα έβαλα στην τσέπη και μόλις έφτασα στη Ζαγορά τα έπλυνα στη βρύση του χωριού και τα έφαγα καθ’ οδόν. Μιλάμε για υπερτροφή, που μου έδωσε απίστευτη ενέργεια και δύναμη.

 

Συνέχισα να ανεβαίνω ασταμάτητα με σταθερό ρυθμό χωρίς να πιέζω το πετάλι. Την απόκοσμη ησυχία του νυχτερινού δάσους διέκοπτε που και που η τουρμπίνα κάποιας νταλίκας που είτε κατέβαινε προς τον Συνεταιρισμό της Ζαγοράς, είτε ανέβαινε φορτωμένη μήλα από αυτόν. Ο δρόμος στενός, έπιανα πάντα δεξιά και τους έκανα νόημα να περάσουν δεχόμενος το ευχαριστώ των οδηγών με ένα δυνατό πάτημα της κόρνας.

 

Ο αέρας εξακολουθούσε να φυσά δυνατός και κρύος. Παρόλο που ήμουν σε ανάβαση, το κρύο φύσημα το ένιωθα για τα καλά. Στα συνεχόμενα πέταλα των στροφών, άλλοτε τον έβαζα πλάτη, κάτι που με βοηθούσε πάρα πολύ καθώς με έσπρωχνε στην ανηφόρα, άλλοτε τον είχα κόντρα και μου έπαιρνε πίσω την ξεκούραση που μου είχε δώσει λίγα δευτερόλεπτα πριν.

 

Κάποτε έφτασα στα Χάνια. Ακριβώς, όπως το είχα φανταστεί και ήμουν σίγουρος γι’ αυτό, εκεί στην κορυφή φυσούσε μανιασμένα. Η ώρα ήταν 22.10 και είχα συμπληρώσει σχεδόν 18 ώρες ποδηλασίας. Μπροστά μου είχα τα 27 συνεχόμενα χιλιόμετρα της κατηφόρας μέχρι το λιμάνι του Βόλου. Υπό κανονικές συνθήκες η κατάβαση από τα Χάνια στον Βόλο είναι ονειρική, αλλά με τις δεδομένες συνθήκες που είχα εγώ εκείνη την ώρα θα έπρεπε να την κάνω αποκλειστικά και μόνο ως αγγαρεία.

Έπιασα ένα απάνεμο σημείο μέσα στα Χάνια, ένα υπόστεγο χτισμένο γύρω γύρω που δεν το έπιανε καθόλου ο αέρας. Θεωρητικά, θα μπορούσα ακόμα και να περάσω τη νύχτα μου εκεί, αλλά μιας και το δωμάτιο, το φαγητό μου και η οικογένεια με περίμεναν στον Βόλο, έπρεπε να φύγω. Έβγαλα τα ιδρωμένα μου ρούχα και φόρεσα στεγνά. Φόρεσα γενικώς ό,τι είχα και δεν είχα, αντιανεμικά, τζάκετ και full face. Ανέβηκα στο ποδήλατο και πήρα τον κατήφορο.

 

Η θερμοκρασία ήταν 9 βαθμοί και παρά τα όσα φορούσα ένιωθα το κρύο. Στα καλά νέα, έβλεπα πλέον από ψηλά τον Βόλο και όσο κατέβαινα η διαφορά θερμοκρασίας ήταν αισθητή. Έφτασα στο λιμάνι με 15 βαθμούς και έβγαλα τη φωτογραφία του τελευταίου κοντρόλ της μέρας. Τα πρώτα 275 χιλιόμετρα και σχεδόν τα μισά υψομετρικά ολόκληρης της διαδρομής είχαν καλυφτεί την πρώτη μέρα. Συνολικός χρόνος 19 ώρες. Λίγο πιο αργά από όσο ήθελα και είχα σχεδιάσει, αλλά αρκετά καλά. Έφυγα σφαίρα για το ξενοδοχείο.


Με το που έφτασα εκεί και πριν κάνω μπάνιο, φάω και ξεραθώ στον ύπνο, ετοίμασα τα πράγματα για την επόμενη μέρα. Πάνω στην ώρα που έβαζα στην τσάντα τα ρούχα που θα είχα μαζί μου το επόμενο διήμερο, ακολούθησε ο εξής διάλογος με τη γυναίκα μου:

     - Άστα αυτά, αν θες, να στα φέρουμε εμείς αύριο στο Κόκκινο Νερό.

-    - Δεν γίνεται, απαγορεύεται από τους κανονισμούς!

-     - Τι εννοείς;

-   - Αυτό! Απαγορεύεται από τον κανονισμό να μου κουβαλήσει κάποιος το οτιδήποτε και να το βρω εγώ αλλού. Πρέπει να έχω ό,τι χρειάζομαι μαζί μου.

-       - Τι κανονισμός είναι αυτός; Ποιος θα σε ελέγξει;

-       - Ξέρω κι εγώ! Κανονισμός! Τέλος!

 

Απόμεινε απορημένη. Σάμπως είναι και η πρώτη φορά! Φόρτωσα στο δύσμοιρο ποδηλατάκι όλα μου τα ρούχα, έκανα μπάνιο, έφαγα, έβαλα ξυπνητήρι για τις 06.00 για να φύγω 06.30 και κοιμήθηκα σε ελάχιστα λεπτά.


2η μέρα: Βόλος – Κόκκινο Νερό

186 χλμ / 3800 υψομετρικά


Το ξυπνητήρι χτύπησε ενώ εγώ έτρωγα ήδη το πρωινό μου. Είχα σηκωθεί από τις 05.30 και πήγαινα με αργούς, πρωινούς ρυθμούς. Είχα κοιμηθεί μόνο πέντε ώρες, αλλά ήμουν φρέσκος. Ετοιμάστηκα σιγά σιγά με άνεση χρόνου και άφησα για μία ακόμα φορά την οικογένεια στον ύπνο. Βγήκα στον δρόμο ακριβώς στις 06.30 το πρωί και αναχώρησα για βορειοανατολικό Πήλιο.

Το πρόγραμμα της μέρας φαινόταν, και ήταν, πολύ πιο βατό σε σχέση με εκείνο της προηγούμενης. Θα ξεκινούσα από τον Βόλο και θα έφτανα στο Κόκκινο Νερό συμπεριλαμβανομένης και της ανάβασης στον Κίσσαβο, η οποία είναι και η πιο δύσκολη της συγκεκριμένης Super Randonnee. Τα συνολικά χιλιόμετρα και τα υψομετρικά σε αυτό το κομμάτι δεν με τρόμαζαν, αντίθετα, με καλή ψυχολογία μετά την ολοκλήρωση της προηγούμενης μέρας υπολόγιζα ότι θα βρίσκομαι στο δωμάτιο στο Καλό Νερό για διανυκτέρευση αρκετά νωρίς. Οριακά την ώρα που θα είχε αρχίσει να νυχτώνει.

 

Το ξημέρωμα με βρήκε δίπλα στη λίμνη Κάρλα. Ελαφρές αψιμαχίες με τρία – τέσσερα τσοπανόσκυλα που, πάντως, δεν είχαν κι αυτά καμία σοβαρή όρεξη για έντονο καβγά, και το ταξίδι συνεχίστηκε σε μια σταθερή και όμορφη ευθεία μέχρι το Καλαμάκι. Εκεί ξεκίνησε η γνωστή ανηφόρα που οδηγεί μέχρι και πάνω από τον Έλαφο. Η συγκεκριμένη ανάβαση περιλαμβάνει και μερικά σκληρά σημεία, αλλά η πρωινή δροσιά και η ιδανική θερμοκρασία ήταν σπουδαίοι σύμμαχοι σε αυτό. 




Τα 12 χιλιόμετρα (730 υψομετρικά) βγήκαν απροβλημάτιστα μέσα σε ένα όμορφο φυσικό περιβάλλον στο δάσος και αμέσως μετά ακολούθησε η γρήγορη κατάβαση μέχρι τη θάλασσα.



Στις 11.30 ακριβώς ήμουν στο Κάτω Πολυδένδρι για το κοντρόλ Νο11 της διαδρομής μπροστά στη βρύση που φέρει το όνομα κάποιου Χρήστου Πατρωνίδη, ο οποίος, όπως μας πληροφορεί η επιγραφή, πέθανε σε ηλικία 101 ετών. Όπως και πέρυσι, έτσι και φέτος έψαξα μήπως βρω κάποιον κάτοικο της περιοχής για να μάθω κάτι παραπάνω για το ποιος ήταν τέλος πάντων αυτός ο άνθρωπος που έζησε σε τρεις διαφορετικούς αιώνες και έχει και βρύση με το όνομά του, αλλά δεν βρήκα ψυχή στον δρόμο. Έβγαλα φωτογραφία και προχώρησα.



Είχα ήδη διανύσει 354 χιλιόμετρα σε περίπου 31 ώρες και κάτι. Ένιωθα να βρίσκομαι σε πολύ καλή κατάσταση σωματικά και ψυχολογικά και όλα έμοιαζαν να πηγαίνουν καλά. Και, όντως, έτσι ήταν. Συνέχισα την πορεία μου βόρεια, πέρασα τον Αγιόκαμπο και ξεκίνησα την ήπια ανηφόρα προς Αγιά και, αμέσως μετά, την λίγο πιο ζόρικη για Μελίβοια. Ήσυχη διαδρομή μέσα στις καστανιές, χιλιάδες κάστανα πεσμένα από τα δέντρα στον δρόμο τον είχαν στρώσει σαν χαλί. Στην είσοδο του χωριού ήταν το επόμενο σημείο κοντρόλ. Χιλιόμετρο 378 και η ώρα ήταν 13.20 το μεσημέρι. Συνολικός χρόνος 33 ώρες μέχρι στιγμής, ψυχολογία στα ύψη και γρήγορη κατηφόρα ξανά αυτή τη φορά προς Βελίκα και τα τελευταία παραθαλάσσια χιλιόμετρα μέχρι τη βάση της ανάβασης για Κίσσαβο.

 

Στη Βελίκα έκανα μια καλή στάση για ξεκούραση και ανασύνταξη δυνάμεων. Ο Κίσσαβος δεν αστειεύεται, σε θέλει ξεκούραστο και φρέσκο για να σε αφήσει να φτάσεις στην κορυφή του. Πήρα κάτι να φάω από ένα μίνι μάρκετ και άραξα στις καρέκλες μιας κλειστής ταβέρνας για κάμποσα λεπτά. Μια ανησυχία που είχα από ώρα είχε να κάνει με τα πολλά έντονα μαύρα σύννεφα που έβλεπα ψηλά στον Κίσσαβο. Η μέρα ως εκείνη τη στιγμή ήταν ηλιόλουστη κι, όμως, μέσα σε μισή ώρα, το βουνό είχε καλυφτεί από σύννεφα. «Έχει γούστο να μας πιάσει καμία καταιγίδα εκεί πάνω», σκέφτηκα και το μυαλό άρχισε να δουλεύει και εναλλακτικά σενάρια, όπως το να πάω για ύπνο στο δωμάτιο και να σηκωθώ τα μεσάνυχτα για να ανέβω στον Κάναλο. Αλλά, γρήγορα, αυτά τα σενάρια τα εγκατέλειψα. Αποφάσισα να προχωρήσω και βλέπουμε.

 

Η ανησυχία μεγάλωνε καθώς πλησίαζα στην Καρίτσα. Οι κορυφές του όρους ακριβώς από πάνω, ούτε καν φαίνονταν. «Αχ, βρε Κίσσαβε», μονολόγησα. «Δεν φαίνεται να με θέλεις, τελικά! Πέρυσι με έφαγε η μαύρη νύχτα στην κορυφή σου, φέτος θα με φάει η μπόρα! Και να σκεφτείς ότι για το χατήρι σου ξανακάνω αυτό 600αρι για δεύτερη φορά!».

 

Συνέχισα να κάνω ποδήλατο και, αμέσως μετά την Καρίτσα, ξεκίνησε η σκληρή ανηφόρα των 23 χιλιομέτρων με τα σχεδόν 1400 υψομετρικά. Η ώρα ήταν περίπου 15.45 και υπολόγιζα, εάν όλα πήγαιναν καλά, να είμαι στο καταφύγιο του Κάναλου για το κοντρόλ σε περίπου 3 ώρες. Ίσως και λιγότερο.




Το φυσικό περιβάλλον που βρισκόμουν ήταν ονειρικό. Απέραντες εκτάσεις καστανιάς στα χαμηλά υψόμετρα και δάσος οξυάς στη συνέχεια καθώς η ώρα περνούσε και τα πόδια γύριζαν σταθερά αλλά ασταμάτητα στα πετάλια. Και, ξάφνου, μετά από μια κλειστή στροφή ένα απέραντο χαμόγελο χαράς και ελπίδας στο πρόσωπό μου: ήλιος στο δάσος! Σήκωσα αμέσως το κεφάλι ψηλά και είδα τα σύννεφα στον ουρανό να έχουν αρχίσει να σπάνε και να διαλύονται, φαινόταν ξεκάθαρα ο γαλάζιος απέραντος ουράνιος θόλος. Τέλος η πιθανότητα βροχής! Όλα ευνοϊκά!




Η εξέλιξη αυτή μου έδωσε απίστευτη δύναμη και διάθεση. Το μόνο που είχα πλέον να κάνω ήταν να συνεχίσω να βαράω πετάλι και να ξεχνιέμαι κυττάζοντας το αχανές και βγαλμένο από ποίημα δάσος που διέσχιζα. Και ήταν θέμα δύο, το πολύ, ωρών να φτάσω μέχρι την κορυφή.


Μέσα στην απέραντη και αδυσώπητη ησυχία των πράσινων γιγάντων που υψώνονταν δεξιά κι αριστερά μου, άκουσα από πολύ μακριά στην αρχή τον θόρυβο μηχανής αυτοκινήτου που όσο πήγαινε, δευτερόλεπτο το δευτερόλεπτο, γινόταν όλο και πιο κοντινός. Όσο πλησίαζε άκουγα και τα λάστιχα να στριγγλίζουν στην άσφαλτο. Κατάλαβα.


«Μαζέψου», είπα στον εαυτό μου, «γιατί θα σε μαζέψει αυτός. Ούτε που θα σε δει».


Έπιασα τέρμα δεξιά και περίμενα. Δυο στιγμές αργότερα το αυτοκίνητο βρέθηκε δίπλα μου φρεναρισμένο. Κυττάζω καλά και τι να δω! Αγροτικό διπλοκάμπινο 4Χ4 φτιαγμένο από άκρη σε άκρη, νίκελα, αυτοκόλλητα και φιμέ τζάμια. Το παράθυρο του συνοδηγού κατέβηκε και η απορία μου έγινε μαύρο ποτάμι μόλις είδα το θέαμα των επιβαινόντων: ο οδηγός νεαρός, όχι πάνω από είκοσι πέντε, ο συνοδηγός εξάχρονο όρθιο να ακουμπάει με τα χέρια του το ταμπλό και να ζει στο απόλυτο την αδρεναλίνη του ντριφταρίσματος που του χάριζε απλόχερα ο θείος – ξάδερφος – ό,τι τέλος πάντων συγγενική σχέση είχε ο οδηγός μαζί του! Ο αθεόφοβος είχε πάρει το εξάχρονο και το ανέβαζε με το αγροτικό με μπαντιλίκια στον Κίσσαβο!


- Όλα καλά, φίλε; με ρώτησε ο οδηγός.

- Μια χαρά!, του απάντησα κι εγώ, απορώντας πώς βρήκα φωνή αφού είχα καταπιεί τη μιλιά μου με αυτό που έβλεπα.

- Είσαι κουρασμένος; Θες να σε πάρουμε;

- Όχι, όχι! Σε ευχαριστώ!, του απάντησα (εννοούσα: να μου λείπει το γλύκισμα!)

- Νερά έχεις; Να σου αφήσω κανένα εμφιαλωμένο;

- Έχω τα πάντα, φίλε μου, γέμισα στη βρύση στην Καρίτσα. Σε ευχαριστώ πολύ.

- Καλή συνέχεια!

- Ευχαριστώ!


Ανέβασε παράθυρο, κάρφωσε πρώτη και έφυγε με πυκνό ντουμάνι να βγαίνει από την καμινάδα που είχε για εξάτμιση. Είχα μείνει στήλη άλατος!


Συνέχισα να ανεβαίνω και συλλογιόμουν για ώρα πολλή αυτό το υπέρτατο θαύμα που έχει φτιάξει η φύση και λέγεται έλληνας. Ψευτομαγκιά και ειλικρινές φιλότιμο πλήρως εναρμονισμένα μέσα του. Αρκουδογυφτιά και υψηλή αίσθηση συμπόνοιας για έναν ποδηλάτη που αγκομαχά στην άκρη του δρόμου. Όλα αυτά τα διφορούμενα, αυτά τα αντιφάσκοντα μεταξύ τους στοιχεία έχουν πάει κι έχουν κολλήσει στην ψυχή του κι έχουν φτιάξει ένα μείγμα που είναι παγκοσμίως μοναδικό. Αυτό το εξάχρονο, σκέφτηκα, μαθαίνει και γαλουχιέται να είναι ο βασιλιάς της ασφάλτου και ταυτόχρονα να σταματάει για να βοηθήσει κάποιον που μπορεί να έχει ανάγκη. Αυτός ο οδηγός, έτσι όπως ανέβαινε, θα μπορούσε να με σκοτώσει αλλά και θα μπορούσε να με σώσει αν του το ζητούσα. Πόσο απίστευτα μοναδική είναι αυτή η λεπτή διαχωριστική γραμμή. Αυτός είναι ο έλληνας που πορεύεται στον χρόνο, από αιώνες και για αιώνες:


«Κουρσάρος, κλέφτης, πειρατής

Της θάλασσας, της αστραπής

Της έρμης γης διαλαλητής

Αντάρτης, ψεύτης και κριτής».


Η πορεία προς τον Κάναλο συνεχίστηκε. Μετά τη διασταύρωση προς Σπηλιά, έστριψα αριστερά και βγήκα στο αλπικό.






Ο ουρανός είχε πλέον καθαρίσει για τα καλά, η κορυφή του βουνού ήταν καλυμμένη βέβαια με περιφερόμενα σύννεφα που, όμως, δεν προκαλούσαν κάποια ανησυχία. Εκεί, στο αλπικό, φυσούσε δυνατός και κρύος αέρας. Από το πουθενά αναγκάστηκα να φορέσω το τζάκετ και να συνεχίσω να ποδηλατώ. Αναλόγως την κατεύθυνση που έπαιρνα είχα εκείνον τον τρομερό αέρα πότε πίσω να με σπρώχνει (παραλίγο να πάρω το ΚΟΜ έτσι όπως με έσπρωχνε σε κάποια σημεία!), πότε κόντρα να με κάνει να απελπίζομαι. Παρόλα αυτά, ήμουν πλέον μερικά μόνο μέτρα από το σημείο του κοντρόλ. Ήδη έβλεπα το κτίριο που στεγάζεται το καταφύγιο και χαιρόμουν απίστευτα που είχα καταφέρει να κάνω αυτή την ανάβαση σύμφωνα με τα πλάνα μου υπό το φως της μέρας. Η άφιξη στο σημείο κοντρόλ στον Κάναλο έγινε ακριβώς στις 18.24 και μου έκανε εντύπωση το πόσα πολλά αυτοκίνητα ήταν παρκαρισμένα έξω από το καταφύγιο. Πάντως, άνθρωπο δεν είδα κανέναν.


Πολύ θα ήθελα να καθόμουν λίγη παραπάνω ώρα στο σημείο να απολαύσω το τοπίο και τον ήλιο που είχε αρχίσει να πέφτει μακριά προς τη δύση. Χρονικό περιθώριο είχα αρκετό, αλλά οι συνθήκες δεν το επέτρεπαν. Ήμουν πολύ ιδρωμένος από τη μεγάλη ανάβαση και ο παγωμένος αέρας με έκανε να κρυώνω πολύ. Κύτταξα τη θερμοκρασία στο καταγραφικό και έδειχνε 6 βαθμούς Κελσίου. Έπρεπε να φορέσω γρήγορα στεγνά ρούχα και να πάρω τον δρόμο της επιστροφής εσπευσμένα. Άλλαξα το τζέρσευ, φόρεσα ισοθερμικό, τζάκετ και αντιανεμικό, full face και μακριά γάντια και όρμηξα στον κατήφορο. Από τα λίγα εκατοστά του προσώπου μου, που ήταν ακάλυπτα, ένιωθα το τρομερό κρύο! Ο αέρας εξακολουθούσε να φυσάει ανηλεώς και δεν το πίστευα όταν σε κάποιο σημείο ήταν τόσο κόντρα που σε διψήφια κατηφορική κλίση αναγκάστηκα να κάνω πετάλι. 


Το σκοτάδι έπεσε όταν βρισκόμουν περίπου στη μέση της κατάβασης. Πλέον, είχα μπει στις δασωμένες πλαγιές και ο άνεμος είχε κοπάσει, ενώ και η θερμοκρασία είχε ανέβει σε ανεκτά επίπεδα. Άναψα φώτα και κατέβαινα γρήγορα αλλά με επαυξημένη προσοχή. Η ανησυχία μου ήταν μήπως πεταχτεί κάποιο ζώο, αγριογούρουνο κυρίως, ενώ είχα μέσα μου και μια μικρή ψεύτικη ελπίδα μήπως ξαναδώ κάποιο μικρό ελάφι όπως πέρυσι. Τίποτα δεν συνέβη από αυτά και σβέλτα έφτασα στην Καρίτσα και αμέσως μετά στο Κόκκινο Νερό όπου με περίμενε η οικογένεια και ένα ζεστό δωμάτιο με φαγητό και κρεβάτι.


Η ώρα ήταν περίπου 20.00 το βράδυ. Σε 40 ώρες είχα διανύσει 460 χιλιόμετρα και 9200 υψομετρικά. Και το κυριότερο, είχαν πάει όλα καλά χωρίς προβλήματα. Χαζολόγησα λίγο με τα παιδιά και τη γυναίκα, είπαμε τα νέα μας και στις 21.00 έπεσα για ύπνο. Έβαλα ξυπνητήρι στις 03.00 τα ξημερώματα.


3η μέρα: Κόκκινο Νερό – Βόλος

167 χιλιόμετρα / 2060 υψομετρικά


Ξύπνησα με τα πόδια κάπως βαριά. Έκανα μερικές διατάσεις, έφαγα το πρωινό μου και βγήκα στο μπαλκόνι του δωματίου να ελέγξω τι συμβαίνει με τον αέρα και το κρύο. Είχε μία σημαία κάπου απέναντι και είδα ότι κουνιόταν ελάχιστα. Καλό σημάδι αυτό. Ντύθηκα και στις 04.00 ακριβώς βγήκα στον δρόμο. Είχα χρονικό περιθώριο 12 ώρες και λίγο ακόμα για να βγάλω τα τελευταία 167 χιλιόμετρα που είχαν μόνο 2060 υψομετρικά. Αν όλα πήγαιναν ομαλά, θα τερμάτιζα τελικά εντός χρόνου και άνετα κιόλας.


Ξεκίνησα με γρήγορο και δυνατό ρυθμό σε συνεχόμενη ευθεία και μία ώρα αργότερα, στις 05.06 το πρωί, έφτασα στο Ομόλιο που ήταν το επόμενο σημείο κοντρόλ μπροστά στη μεγάλη και επιβλητική εκκλησία του χωριού. Φωτογραφία και δρόμο. Πέρασμα στη συνέχεια από την κοιλάδα των Τεμπών και λίγο πριν το χωριό Τέμπη, μέσα στην απόλυτη ησυχία του τόπου, άκουσα από κάτω μακριά τον ήχο του τρένου στις ράγες. Όσο να ‘ναι, με συγκίνησε αυτός ο ήχος. Φαντάζομαι και τότε κάποιος ή κάποιοι θα άκουσαν από μακριά ένα τρένο να περνάει στις ράγες μέσα στη νύχτα. Ένα τρένο που δεν έφτασε ποτέ. Δεν το άφησαν να φτάσει. 


Συνέχισα να ποδηλατώ με σκέψεις και περισυλλογή. Όταν είμαι μόνος, σε νυχτερινές ποδηλατικές διαδρομές, βυθίζομαι συνέχεια σε σκέψεις. Μπορώ να περάσω όλη τη νύχτα έτσι. Ένας φίλος το είπε αυτό «ψυχοθεραπεία», αλλά δεν ξέρω αν είναι όντως έτσι. Αυτό που ξέρω είναι ότι τέτοιες ώρες πάνω στο ποδήλατο συλλογιέμαι πολλά πράγματα. Βλέπω την πορεία μου μέσα στη νύχτα σαν την πορεία μου στον κόσμο και στο σύμπαν. Μια μικρογραφία αντανάκλασης του μεγάκοσμου. Ο ποδηλάτης, με το γιλέκο να φωσφορίζει και τα φώτα του να λάμπουν στο σκοτάδι, είναι εκείνο το μακρινό άστρο που πλανιέται μέσα στον αχανή ωκεανό του σύμπαντος. Με ρυθμό, τάξη και αρμονία. Μα χωρίς προορισμό. Δεν έχει ανάγκη τον προορισμό. Του αρκεί να πορεύεται σε μια τροχιά ατέρμονη και ανολοκλήρωτη. Που, όμως, είναι πάντα ολοκληρωμένη. Δεν είναι παράξενο;


Το λυκαυγές με βρήκε στο Συκούριο. Ένιωσα κάποια σημάδια νύστας και αποφάσισα να τη διώξω πίνοντας ένα σκέτο εσπρεσσάκι σε ένα καφέ που, αν δεν κάνω λάθος, είναι πάντα ανοιχτό είκοσι τέσσερις ώρες. Ο ιδιοκτήτης ρώτησε, κλασικά, σχετικά με το από πού έρχομαι και πού πάω, τα είπαμε πέντε λεπτά και αποχαιρέτησα. Συνέχισα σταθερά σε ευθείες και σιγά σιγά άρχιζε να ξημερώνει για τα καλά, αν και ο ήλιος ακόμα αργούσε να φανεί. Βγαίνοντας στην κορυφή ενός λόφου είδα το πρώτο φως πάνω από τον απέραντο κάμπο της Λάρισας.




Έφτασα στο χωριό Δήμητρα, το οποίο είναι η βάση της μακράς ανάβασης των περίπου 18 χιλιομέτρων μέχρι την Ανατολή. Η ανηφόρα αυτή, αν και μεγάλη σε μήκος, δεν είναι ούτε εύκολη ούτε δύσκολη. Απαιτεί, ωστόσο, υπομονή. Στα θετικά είναι η καλή ψυχολογία που υπάρχει, καθώς ξέρεις ότι στην ουσία είναι η τελευταία σοβαρή ανάβαση όλης της διαδρομής και, μόλις ξεκορφίσεις, όλα τα δύσκολα έχουν πλέον τελειώσει και πας βουρ για τερματισμό. Χαμόγελο αισιοδοξίας, λοιπόν, νεράκι μαζί σου, ποδαράκια να γυρνάνε υπομονετικά και κάποια στιγμή σίγουρα θα έρθει και για σένα η…Ανατολή!

Ξεκίνησα, λοιπόν, να ανεβαίνω αργά και σταθερά. Δεν ένιωθα καθόλου κούραση, είχα πολύ καλή διάθεση και απολάμβανα συνεχώς το όμορφο τοπίο. Κάποια στιγμή βγήκε και ο ήλιος. Ανατολή ηλίου, λοιπόν, στον δρόμο για το χωριό Ανατολή! Όνομα και πράγμα!




Έφτασα στο κέντρο του χωριού, στην γραφική βρύση που υπάρχει εκεί και η οποία είναι το σημείο του επόμενου κοντρόλ, σε δύο περίπου ώρες. Ήταν 09.36 το πρωί όταν έβγαλα τη φωτογραφία. Απέμεναν 87 χιλιόμετρα ακόμα μέχρι τον τερματισμό με ελάχιστα υψομετρικά και είχα περιθώριο σχεδόν 7 ώρες. 



Κάθισα να ξεκουραστώ με την ησυχία μου στη βρύση και να γεμίσω τα παγούρια. Ωστόσο, είχε άλλος πρώτα σειρά! Καλώς, πιες όσο θες και σε περιμένω!



Γεμάτος σιγουριά και αυτοπεποίθηση πήρα τη μεγάλη κατηφόρα μέχρι το Γερακάρι και αμέσως μετά ακολούθησαν οι γρήγορες ευθείες για Καλαμάκι, Κανάλια, Κερασιά που ήταν και το τελευταίο σημείο κοντρόλ πριν τον τερματισμό. Κοντρόλ στην Κερασιά στο χιλιόμετρο 590 δίπλα σε ταβέρνα που γύριζαν τα κοκορέτσια στις σούβλες, Κυριακή μεσημέρι γαρ, και έπαιζαν στη διαπασών οι πενιές με Καζαντζίδη και άλλα παλιά δυνατά λαϊκά! 

Είχα 20 χιλιόμετρα μέχρι τον τερματισμό και 3 ώρες περιθώριο. «Λες να προλαβαίνω για ένα κομματάκι κοκορέτσι;», ρώτησα τον εαυτό μου και χαζογέλασα. Έβγαλα τη φωτογραφία του κοντρόλ και έφυγα από αυτόν τον τόπο της…αμαρτίας υπό τους ήχους του Ζιγκουάλα!

Ακολούθησαν μερικά ψευτο-ανηφοράκια που πρόσθεσαν τα τελευταία υψομετρικά στη διαδρομή μέχρι που, επιτέλους, φάνηκε κάτω στο βάθος ο Βόλος. Αυτό το συναίσθημα που νιώθω πολλές φορές όταν βλέπω από μακριά το σημείο τερματισμού μιας μεγάλης ποδηλατικής περιπέτειας, έκανε την εμφάνισή του. Είναι κάπως περίεργο. Στάθηκα για λίγο στην άκρη του δρόμου και κατέβηκα. Έβλεπα από ψηλά το λιμάνι του Βόλου, που ήταν και το σημείο τερματισμού και σαν να πήρα να λυγίζω.

«Κρίμα που τελειώνει», είπα. Για ακόμα μια φορά. Αυτό μου βγαίνει να λέω συνήθως. Περίεργα πράγματα. Εκεί που είσαι στη μέση της διαδρομής να θες να τελειώσεις και όταν πλησιάζεις στο τέλος να εύχεσαι να υπήρχε χρονοκάψουλα να σε πάει πάλι κάπου στη μέση της διαδρομής. Και να περάσεις πάλι όλες τις δυσκολίες και τις κακουχίες. Αξίζει το αντίτιμο.



Ανέβηκα πάλι στο ποδήλατο και έφυγα για τα τελευταία κατηφορικά χιλιόμετρα. Λίγο μετά ήμουν μέσα στον Βόλο και έφτασα στο σημείο τερματισμού. Εκεί που πριν 58 ώρες είχα ξεκινήσει.

Στο σημείο με περίμενε η οικογένεια. Ήμουν χαρούμενος που έβλεπα ξανά ό,τι πιο αγαπημένο έχω. Ήμουν χαρούμενος που είχα τερματίσει την SR μέσα στο χρονικό όριο των 60 ωρών. Μα, όμως, φίλε αναγνώστη, βαθιά, πολύ βαθιά κρυμμένη μέσα μου ένιωθα μια μικροσκοπική, αμυδρή και θολή σκιά πίκρας που μια ακόμα τέτοια περιπέτεια είχε φτάσει στο τέλος της.






Σχόλια

  1. Τώρα κατάφερα να το διαβάσω όλο. Δεν ξέρω αν είμαι εγώ ο φίλος "ψυχοθεραπείας" αλλά....συντάσσονται". Να είσαι καλά Δάσκαλε ...να μας χαρίζεις παντα ένα κομμάτι από τις όμορφες εμπειρίες σου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ένας δροσερός μαΐστρος ήταν η διήγηση σου Δάσκαλε!! Έδιωξε την ομίχλη της καθημερινότητας και ξαναείδα την δική μου εμπειρία στο ίδιο ποδηλατο-δρόμιο, που στο Πήλιο σε ταξιδεύει στη δόξα της φύσης, αλλά στον Κίσσαβο σου υποβάλει ένα σκηνικό ονείρου που μένει κολλημένο στον νου για χρόνια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η πιο αστεία και τραγελαφική ιστορία που έχω ακούσει σε brevet

Super Randonnee 600 West Epirus

Brevet Βουτσαρά 2025 "Φάνης Παππάς"