που λέει ο ποιητής.
Ταυτόχρονα με τα παραπάνω, ποδηλατώντας επί χρόνια στην ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Ηπείρου, συνειδητοποιούσα σταδιακά μια ενδιαφέρουσα αντίφαση: ότι ενώ ένα μεγάλο της μέρος είναι παραδομένο στη λήθη και στη λησμονιά, ένα άλλο μέρος της, εξίσου μεγάλο, σφύζει από ζωή. Ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες οι παραθαλάσσιες περιοχές της Ηγουμενίτσας και της Πρέβεζας συγκεντρώνουν έναν τεράστιο αριθμό τουριστών και επισκεπτών και η φήμη τους έχει εκτοξευτεί σχεδόν σε ολόκληρο τον πλανήτη. Τα Σύβοτα και η Πάργα για παράδειγμα, η Πέρδικα και η Αμμουδιά, είναι παγκοσμίως γνωστά τουριστικά θέρετρα με πολυτελή ξενοδοχεία και εκατοντάδες καταλύματα στα οποία συρρέουν άνθρωποι κατά χιλιάδες σχεδόν όλο τον χρόνο. Πρόκειται για προορισμούς που απευθύνονται σε πάσης φύσεως επισκέπτες, ξένους και Έλληνες. Άλλωστε οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, από εμάς, σίγουρα κάποια στιγμή στη ζωή μας βρεθήκαμε για ολιγοήμερες διακοπές σε κάποιους από αυτούς τους όμορφους προορισμούς.
Αυτό που με ενέπνευσε να ξεκινήσω να ασχολούμαι όντως με τη χάραξη και την δημιουργία μιας τέτοιας διαδρομής 600 χιλιομέτρων στη Δυτική Ήπειρο ήταν, ακριβώς, αυτή η αντίφαση. Σκέφτηκα πόσο ενδιαφέρουσα θα ήταν η εναλλαγή των εικόνων μεταξύ, για παράδειγμα, της κοσμοπολίτικης Πάργας και της μοναχικής Καστανιανής. Πόσα διαφορετικά συναισθήματα θα ξυπνούσαν σε κάποιον αν βρισκόταν στην ταπεινή Χαραυγή, ένα μικρό χωριό με λίγα σπίτια και ακόμα λιγότερους ανθρώπους, καρφιτσωμένο σε μια κορυφή ελάχιστα μόνο βήματα από τα ελληνοαλβανικά σύνορα, και λίγες ώρες μετά έφτανε με το ποδήλατό του στα Σύβοτα με τα πεντάστερα ξενοδοχεία και τον ξέφρενο τουρισμό. Πόσο ακραία αίσθηση μοναξιάς θα βιώσει κανείς περνώντας από τον ταπεινό Καλουτά, την ερημική Μπεστιά και τον πολύπαθο Λια που μοιάζει να κρέμεται από τον ουρανό και να θέλει να αποδιώξει μαζί με τους ανθρώπους και το παρελθόν του. Και, αντίστροφα τώρα, πόσο υπερβολική αίσθηση ανθρώπινης παρουσίας θα ζήσει όταν ποδηλατήσει μέσα στα Γιάννενα, στην Ηγουμενίτσα και στην Καστροσυκιά με την τεράστια παραλία της.
Η ιδέα, λοιπόν, ήταν αυτή ακριβώς. Να ενωθούν όλοι αυτοί οι κόσμοι, όλες αυτές οι γωνιές που αποτελούν τη Δυτική Ήπειρο. Να ενωθούν σε μια διαδρομή που θα την κάνει κάποιος με το ποδήλατό του γιατί, είναι αλήθεια αυτό, το ποδήλατο είναι το μοναδικό όχημα που του ταιριάζει για να κάνει αυτή τη διαδρομή. Τα παρατημένα χωριά που κάποτε δάκρυζαν για τους ανθρώπους που έφυγαν, για τις φωνές που σώπασαν και για τη ζωή που σταμάτησε, πια δεν έχουν δάκρυα. Στέρεψαν κι αυτά σαν τα νερά στις βρύσες στις πλατείες τους. Κι αφού σταμάτησαν τον θρήνο, έπεσαν στον ύπνο τον ανεξύπνητο και κοιμούνται γαληνά μέχρι σήμερα στις πλαγιές των βουνών τους. Το ποδήλατο είναι από τη φύση του ήσυχο και ευγενικό μέσο μεταφοράς. Το ίδιο ήσυχος κι ευγενικός είναι και ο ποδηλάτης. Δεν κάνει θόρυβο, δεν ενοχλεί, δεν ξυπνάει τα χωριά που κοιμούνται ξαπλωμένα στις υγρές τους πέτρες κάτω από τις καστανιές. Με το ποδήλατο, λοιπόν. Μόνο έτσι. Ήσυχα για να μην τα ταράξουμε.
2. Χάραξη – σχεδιασμός
Η χάραξη της διαδρομής κράτησε περίπου δύο μήνες, τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 2024. Για την ακρίβεια, βέβαια, δεν έγινε προφανώς μόνο μία χάραξη. Ως συνήθως, σε τέτοιες περιπτώσεις, κάνεις ένα αρχικό σχέδιο με τα βασικά που έχεις στο μυαλό σου και στη συνέχεια το μεταβάλλεις συνεχώς μέχρι που θα καταλήξεις σε αυτό που θα αποτελέσει την τελική και επίσημη διαδρομή. Ούτε που θυμάμαι πόσες χαράξεις έκανα μέχρι να καταλήξω σε αυτή που τελικά θεώρησα ως την πιο ενδιαφέρουσα και ταιριαστή. Σίγουρα πάνω από έξι – εφτά και, πάντως, εκατοντάδες διορθώσεις ή μικροδιορθώσεις. Οι στόχοι ήταν συγκεκριμένοι και ήταν οι εξής:
α. Η διαδρομή να μην πατάει πάνω στις ήδη δύο υπάρχουσες SR-600 που περνούν από την Ήπειρο, τις «4 Pindos Passes» και «Northern Pindos».
β. Να περιλαμβάνει όσο το δυνατόν περισσότερα από τα αξιοθέατα της Δυτικής Ηπείρου, ένας στόχος αρκετά δύσκολος καθώς κάθε γωνιά αυτής της περιοχής της πατρίδας μας είναι γεμάτη εικόνες και έχει πολλά να δείξει και να διηγηθεί.
γ. Να είναι φιλική και προσβάσιμη στον μέσο όρο των ποδηλατών που βρίσκονται σε αυτό το επίπεδο να συμμετάσχουν σε μια SR-600, με την έννοια να έχει όσο το δυνατόν περισσότερο σωστά κατανεμημένα τα υψομετρικά, αυτά να έχουν μια φθίνουσα πορεία όσο πλησιάζουμε προς το τέλος και συνολικά να μην ξεφύγουν πάνω από τα 11.500 μέτρα ανάβασης.
Η διαδρομή στην τελική της χάραξη φαίνεται να καλύπτει τους παραπάνω βασικούς στόχους, πλην μικρών αποκλίσεων. Πιο συγκεκριμένα:
α. Κινούμενη κυρίως σε ολόκληρο το πλάτος της Δυτικής Ηπείρου, αποφεύγει να συναντηθεί με τις άλλες δύο SR-600 με δύο ανεπαίσθητες εξαιρέσεις: η πρώτη είναι ένα μηδαμινής σημασίας κομμάτι μήκους περίπου δύο χιλιομέτρων στη Μπαλντούμα, βορειοανατολικά της πόλης των Ιωαννίνων, όπου διέρχεται με αντίθετη, όμως, φορά τον δρόμο που κινείται η «4 Pindos Passes». Η δεύτερη είναι ένα λίγο μεγαλύτερο κομμάτι μήκους σχεδόν 10 χιλιομέτρων, από το κέντρο των Ιωαννίνων μέχρι τη διασταύρωση προς Κληματιά – Ζίτσα, όπου η διαδρομή μας κινείται στον ίδιο δρόμο με την «Northern Pindos» (αναγκαστικά, πάντως, καθώς είναι ο μοναδικός δρόμος διαφυγής από τα Γιάννενα δυτικά και προς την Ηγουμενίτσα). Πέραν αυτών, όλα τα υπόλοιπα χιλιόμετρα είναι ανεξάρτητα και εντελώς καινούρια για τους ποδηλάτες των μεγάλων αποστάσεων που θα αποφασίσουν να ταξιδέψουν στη Δυτική Ήπειρο.
β. Ο δεύτερος στόχος ήταν η μεγάλη πρόκληση της χάραξης. Σε ένα τεράστιο γεωγραφικό διαμέρισμα, γεμάτο ιστορία και φυσική ομορφιά, η απόφαση του τι θα συμπεριλάβεις και τι θα αφήσεις σε μια διαδρομή 600 χιλιομέτρων με περισσότερα από 10.000 θετικά υψομετρικά μόνο εύκολη δεν είναι. Ήθελα οπωσδήποτε να περιλαμβάνονται οι ορεινοί όγκοι που περικλείουν το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων (κυρίως το Μιτσικέλι και τον Λάκμο), τα βουνά Κασιδιάρης, Μουργκάνα και Μαυροβούνι δίπλα στα ελληνοαλβανικά σύνορα, το παραθαλάσσιο τμήμα που συνδέει την Ηγουμενίτσα με την Πρέβεζα καθώς και οι νότιες περιοχές της Παραμυθιάς που καλύπτονται από τα βουνά του Σουλίου. Σε δεύτερη φάση, εάν το επέτρεπε η χάραξη, ήθελα να συμπεριλάβω τη φημισμένη Γλυκή με τον Αχέροντα, τον ιστορικό από τη ρωμαϊκή εποχή χώρο της Νικόπολης με τα άψογα διατηρημένα της τείχη και κτίρια και, βέβαια, το Ζάλογγο με το περίφημο μνημείο των θρυλικών γυναικών του που έστησαν χορό θανάτου στο χείλος του γκρεμού.
Όμως, όλα τα παραπάνω δεν στάθηκε δυνατό να χωρέσουν. Θεωρητικά θα μπορούσε, αλλά η χάραξη που προέκυψε δεν μου άρεσε καθόλου καθώς, συν τοις άλλοις, τα υψομετρικά ξέφευγαν υπερβολικά και η διαδρομή γινόταν εξαιρετικά απρόσιτη. Οπότε αναγκαστικά ο Αχέροντας και το Ζάλογγο έμειναν εκτός διαδρομής και, σε πρώτη φάση, σε αυτή συμπεριέλαβα τη Νικόπολη. Ωστόσο, οι πληροφορίες για μεγάλα έργα οδοποιίας στην περιοχή που έφτασαν στα αυτιά μου ήταν αληθείς. Ο δρόμος κοντά στον αρχαιολογικό χώρο είναι ένα απέραντο εργοτάξιο εδώ και αρκετούς μήνες και ουδείς γνωρίζει πότε τα έργα θα ολοκληρωθούν. Ως εκ τούτου, στην τελική χάραξη η Νικόπολη έμεινε επίσης εκτός και ο δρόμος της επιστροφής προς τα Γιάννενα ορίστηκε από τη διασταύρωση Καναλίου προς Λούρο.
γ. Με στόχο η διαδρομή να απευθύνεται σε όσο το δυνατόν περισσότερους ποδηλάτες μεγάλων αποστάσεων, σοβαρό πρόβλημα αποτέλεσε η σωστή κατανομή των υψομετρικών και η πρόθεση να μην ξεπεράσουν αυτά το όριο των 11.500 μέτρων. Προφανώς δεν μιλάμε για κάτι εύκολο. Άλλωστε, όπως έχει γράψει κάπου ο Δημ. Καλτσάς, το επίθετο «εύκολος» δίπλα στο ουσιαστικό «σουπεραντονέ» μοιάζει με ουτοπία. Ωστόσο, θεωρώ ότι μια SR-600 με υψομετρικά που κινούνται στα 11.000 – 11.500 είναι από αυτές που μπορεί κανείς να πει ότι «εντάξει, παλεύεται».
Η σωστή κατανομή των υψομετρικών και, αν είναι δυνατόν, αυτά να έχουν μια φθίνουσα πορεία όσο πλησιάζουμε προς τον τερματισμό, είναι για μένα κάτι πολύ σημαντικό σε μια τέτοια περιπέτεια. Είναι άλλο πράγμα να κάνεις την πρώτη μέρα ξεκούραστος πολλές ανηφόρες και μετά από 200 – 250 χιλιόμετρα να ξέρεις ότι έχεις βγάλει ένα καλό ποσοστό των υψομετρικών, και άλλο πράγμα να ξέρεις ότι αυτά σε περιμένουν στο τέλος. Η ψυχολογία και τα εγκεφαλικά παιχνίδια διαδραματίζουν τον πιο κρίσιμο ρόλο στο να βγει επιτυχώς μια τέτοια δοκιμασία και σίγουρα αν νιώθει κανείς ότι όσο περνούν τα χιλιόμετρα τα δύσκολα φεύγουν, τόσο περισσότερο γεμίζει με αυτοπεποίθηση και καλή διάθεση.
Ο στόχος αυτός επετεύχθη κατά το ήμισυ. Τα υψομετρικά πράγματι έγινε εφικτό να διατηρηθούν έστω και οριακά, κάτω από 11.500 (11.255 σύμφωνα με την καταγραφή του openrunner), ενώ επίσης έγινε εφικτό να «στριμωχτεί» περίπου το 40% εξ αυτών στα πρώτα 200 χιλιόμετρα.
Το πρόβλημα που στάθηκε αξεπέραστο ήταν το ότι η επιστροφή και ο τερματισμός είναι στα Γιάννενα, τα οποία βρίσκονται σε λεκανοπέδιο. Ως εκ τούτο, οι ανηφόρες προς το τέλος δεν κατέστη δυνατόν να αποφευχθούν. Παρόλα αυτά, τα τελευταία 200 χιλιόμετρα περιλαμβάνουν τα πιο εύκολα κομμάτια της διαδρομής, τις μεγάλες ευθείες και κατηφόρες του παραλιακού μετώπου Ηγουμενίτσας – Πρέβεζας, ενώ και οι τελικές αναβάσεις στην επιστροφή προς Γιάννενα, με εξαίρεση κάποια λίγα σκληρά σημεία, είναι στο επίπεδο του ανεκτού. Σημαντικό ρόλο θα παίξει και το ψυχολογικό κομμάτι εκεί μιας και θα απομένουν περίπου 60 – 70 χιλιόμετρα για τον τερματισμό, οπότε οι όποιες δυσκολίες θα ξεπεραστούν μιας και το κίνητρο του τερματισμού θα είναι πλέον μεγάλο.
3. Υλοποίηση – pre ride
Η χάραξη της διαδρομής ολοκληρώθηκε στα τέλη Οκτωβρίου του 2024. Το μόνο που απέμενε πλέον ήταν να ποδηλατηθεί εν είδει pre ride, προκειμένου να προκύψουν και οι φωτογραφίες των σημείων κοντρόλ και, βέβαια, να διαπιστώσω κι εγώ ο ίδιος ότι δεν υπάρχει κάποια «έκπληξη» σε οποιοδήποτε σημείο κατά τη διάρκεια των 614 χιλιομέτρων. Το pre ride είχε προγραμματιστεί για τις αρχές Νοεμβρίου, ωστόσο διάφορες συνθήκες οδήγησαν στην αναβολή του και τελικά στην απόφαση να μεταφερθεί οριστικά για την άνοιξη του 2025.
Πράγματι, στις 12-04-2025 έγινε με επιτυχία η ποδηλατική δοκιμή των 614 χιλιομέτρων με τα 11.255 υψομετρικά. Η Super Randonnée ολοκληρώθηκε εντός του χρονικού ορίου των 60 ωρών και αμέσως μετά όλα τα στοιχεία στάλθηκαν στη Γαλλία προκειμένου η διαδρομή να ελεγχθεί, να πιστοποιηθεί και να μπει στο επίσημο πρόγραμμα των SR-600 στην Ελλάδα και παγκοσμίως.
Λίγο καιρό αργότερα, συγκεκριμένα στις 10-05-2025, ήρθε η έγκριση από τη Γαλλία και ένα από τα ποδηλατικά μου όνειρα έγινε πραγματικότητα. Να σχεδιάσω από το μηδέν και να παραδώσω στη διάθεση της ποδηλατικής μας κοινότητας μια SR-600 φτιαγμένη πραγματικά με αγάπη και σεβασμό στον ποδηλάτη των μεγάλων αποστάσεων. Πλέον, ο καθένας που ξέρει τον εαυτό του και τις δυνατότητές του, καλείται να τη δοκιμάσει, να την απολαύσει και να γνωρίσει ποδηλατώντας μια νέα και εν πολλοίς ανεξερεύνητη γωνιά της Ελλάδας στο πιο όμορφο και ανεξερεύνητο, ίσως, γεωγραφικό της διαμέρισμα.
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗΣ
Η διαδρομή έχει εκκίνηση και τερματισμό στα Γιάννενα και συγκεκριμένα στην πλατεία Μαβίλη στον μόλο της πόλης, ακριβώς δίπλα από το σημείο που αγκυροβολούν τα καραβάκια που μεταφέρουν τους επισκέπτες στο γραφικό νησάκι της λίμνης Παμβώτιδας. Το σημείο εξυπηρετεί εύκολα όποιον επιθυμεί να έχει διαμονή σε ξενοδοχείο μιας και βρίσκεται σε μηδενική σχεδόν απόσταση από το κέντρο κίνησης και ζωής της πόλης και είναι περιτριγυρισμένο από καφετέριες, εστιατόρια και, βέβαια, καταλύματα.
Η χάραξη της διαδρομής έχει γίνει με τρόπο τέτοιο ώστε ο ποδηλάτης να γνωρίζει πως σε κάθε 200 χιλιόμετρα που θα συμπληρώνει, θα βρίσκεται σε μέρος που, καλώς ή κακώς, αποκαλούμε όλοι μας «μέρος με πολιτισμό». Συγκεκριμένα, με τη συμπλήρωση των πρώτων 200 χιλιομέτρων επιστρέφει ξανά στα Γιάννενα, στα 400 χιλιόμετρα βρίσκεται στο κέντρο της Ηγουμενίτσας και, βέβαια, ο τερματισμός στα 614 χιλιόμετρα είναι και πάλι στην πόλη των Ιωαννίνων. Με τον τρόπο αυτό παρέχεται διευκόλυνση σε θέματα ανεφοδιασμού και ύπνου καθώς στις πόλεις μπορεί να βρει κανείς σχετικά εύκολα δυνατότητες φαγητού και ύπνου ολόκληρο το 24ωρο.
Τα πρώτα 207 χιλιόμετρα κυκλώνουν τα βουνά που περικλείουν το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων, το Μιτσικέλι και τον Λάκμο που δεσπόζουν βόρεια και βορειοανατολικά της πόλης, καθώς και τους χαμηλότερους λόφους στα νότια. Στη συνέχεια, φεύγουμε από τα Γιάννενα και μετακινούμαστε βορειοδυτικά όπου συναντάμε τα όρη Κασιδιάρη και Μουργκάνα τα οποία ανεβοκατεβαίνουμε ανηλεώς για σχεδόν 130 χιλιόμετρα γεμίζοντας άγρια, ατόφια φύση και εικόνες, μέχρι να κατηφορίσουμε προς Θεσπρωτία όπου για τα επόμενα 150 χιλιόμετρα η ζωή μας γίνεται πολύ πιο άνετη καθώς ποδηλατούμε στο παραλιακό μέτωπο και στην εθνική οδό Ηγουμενίτσας – Πρέβεζας έχοντας σχεδόν συνεχή οπτική επαφή με τη θάλασσα. Τα τελευταία 100 χιλιόμετρα χαρακτηρίζονται ως ενδιάμεσης δυσκολίας, αν και θα πρέπει να έχουμε υπόψιν και τη συσσωρευμένη κούραση που σίγουρα θα υπάρχει. Το κομμάτι περιλαμβάνει τρεις αναβάσεις που ζητούν υπομονή, αν και θα έχουμε την ευκαιρία για καλές ανάσες ξεκούρασης μιας και υπάρχουν και οι ισάριθμες κατηφόρες. Πάντως, τα 15 τελευταία συνεχόμενα χιλιόμετρα πριν τον τερματισμό θα μας δώσουν την ευκαιρία να διώξουμε όσο μπορούμε περισσότερο από το γαλακτικό μας οξύ, μιας και είναι όλα κατηφορικά και ισάδια καθώς θα ολοκληρώνουμε την περιπέτειά μας και θα εισερχόμαστε με μεγάλη ταχύτητα για τελευταία φορά στην πόλη των Ιωαννίνων.
1. Η διαδρομή συνοπτικά
Γιάννενα (εκκίνηση) – Πέραμα – Λυκόστομο – Μεταμόρφωση – Ελάτη – Δίκορφο – Μανασσής – Καλουτάς – Ανθρακίτης – Καρυές – Μηλιωτάδες – Μπαλντούμα – Μ. Γότιστα – Βαθύπεδο – Κράψη – Δροσοχώρι – Κουτσελιό – Λάζαινα – Καλέντζι – Πεστά – Θεριακήσι – Δωδώνη – Λύγγος – Κόντσικα – Μάρμαρα – Γιάννενα – Λευκοθέα – Ράικο – Βασιλόπουλο – Ιερομνήμη – Κουκλιοί – Αρετή – Ρεπετίστα – Παρακάλαμος – Σιταριά – Κρυονέρι – Κτίσματα – Χαραυγή – Καστανιανή – Λεπτοκαρυά – Ραβενή – Λέκουφα – Μέλισσα – Γαρδίκι – Λιας – Βαβούρι – Καμίτσανη – Αμπελώνας – Άγιοι Πάντες – Άγιος Νικόλαος – Ελιά – Βρυσέλλα – Μαυρούδι – Ηγουμενίτσα – Πλαταριά – Σύβοτα – Πέρδικα – Ανθούσα – Πάργα – Αγία Κυριακή – Καστροσυκιά – Λούρος – Συκιές – Σιστρούνι – Μπεστιά – Ζωτικό – Βαλανιδιά – Δωδωνούπολη – Πεδινή – Γιάννενα (τερματισμός).
2. Η διαδρομή αναλυτικά
Το σημείο εκκίνησης, που ταυτόχρονα αποτελεί και το 1ο σημείο κοντρόλ, είναι η προτομή του ποιητή Λορέντζου Μαβίλη στην ομώνυμη πλατεία των Ιωαννίνων, ακριβώς δίπλα από τον μόλο της πόλης. Ο Λορέντζος Μαβίλης ήταν ελληνοισπανός ποιητής που γεννήθηκε στην Ιθάκη το 1860 και σκοτώθηκε πολεμώντας εθελοντικά για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων το 1912. Τιμητικά η SR-600 αφιερώνεται στη μνήμη του για την ανιδιοτέλεια και την αγνή του πρόθεση να προσφέρει και την τελευταία του ανάσα στην πατρίδα. Σημειολογικά, η απόσταση από τον τόπο γέννησης μέχρι τον τόπο που σκοτώθηκε ο ποιητής και πίσω (Ιθάκη – Δρίσκος – Ιθάκη) είναι 600 χιλιόμετρα.
Αμέσως μετά ξεκινάμε με προορισμό το Πέραμα μέσω του οποίου θα κατευθυνθούμε βορειοδυτικά περνώντας από τους μικρούς οικισμούς Κρύα, Αγία Μαρίνα και Λυκόστομο. Στο Λυκόστομο παίρνουμε για 7 χιλιόμετρα την παλιά εθνική οδό Ιωαννίνων – Κοζάνης μέχρι τη Μεταμόρφωση, οπότε και εγκαταλείπουμε την εθνική και αρχίζουμε να ανηφορίζουμε για την πρώτη ανάβαση της SR (στις δυτικές πλαγιές του Μιτσικελίου), που θα μας φτάσει μέχρι την είσοδο του όμορφου χωριού Ελάτη. Εκεί θα εκτελέσουμε το 2ο κοντρόλ (χλμ 30,7) βγάζοντας φωτογραφία το ποδήλατό μας στην κόκκινη πινακίδα με την πληροφορία «Ελάτη Μαρτυρικό Χωριό».
Μετά το κοντρόλ συνεχίζουμε στον κεντρικό δρόμο (όποιος επιθυμεί μπορεί να μπει και μέσα στο χωριό, είναι χτισμένο με εξαίσια αρχιτεκτονική), προκειμένου να ποδηλατήσουμε ολόκληρο το όρος Μιτσικέλι από την βόρεια πλευρά του. Περνάμε κατά σειρά τα χωριά Δίκορφο, Μανασσής, Καλουτάς και Ανθρακίτης τα οποία μας προσφέρουν υπέροχες εικόνες με τα πετρόχτιστα σπίτια τους φυτεμένα μέσα στο δάσος. Η περίπου 33 χιλιομέτρων διαδρομή από την Ελάτη μέχρι και τους Μηλιωτάδες είναι ονειρική, σε κατάφυτο και πυκνό δάσος οξυάς και ελάτου, κατηφορική ως επί το πλείστον και ξεκούραστη. Τα νερά αφθονούν μιας και κάθε λίγα χιλιόμετρα υπάρχουν πηγές, ωστόσο για τροφοδοσία ας μην περιμένει κανείς σπουδαία πράγματα. Βασικά, ας μην περιμένει τίποτα. Τα χωριά είναι πολύ μικρά και επί της ουσίας ακατοίκητα, και το πρώτο σημείο που μπορούμε να βρούμε κάποια βασικά είδη τροφοδοσίας είναι στο βενζινάδικο στην Μπαλντούμα (71 χλμ). Εκεί θα πρέπει να εφοδιαστούμε ίσως και με νερά, καθώς, σε αντίθεση με τα προηγούμενα, τα χιλιόμετρα που ακολουθούν είναι δύσκολα, απαιτητικά και χωρίς καμία πηγή στον δρόμο. Νερό από αξιόπιστη πηγή θα ξαναβρούμε στο Βαθύπεδο, μετά από 20 δύσκολα χιλιόμετρα.
Μετά τη Μπαλντούμα στρίβουμε δεξιά προκειμένου να ξεκινήσουμε τη δεύτερη ανάβαση της SR-600, η οποία είναι η δυσκολότερη ολόκληρης της διαδρομής. Αυτό ακούγεται ως μια αρκετά ενδιαφέρουσα πληροφορία, αλλά η αλήθεια είναι πως ναι, η πιο δύσκολη (από άποψης κλίσεων και μήκους, τουλάχιστον) ανάβαση στη συγκεκριμένη διαδρομή των 614 χιλιομέτρων είναι παρελθόν μετά από τα πρώτα περίπου 93 χιλιόμετρα. Η ανάβαση του Λάκμου (ή αλλιώς Περιστέρι) ξεκινάει ήπια με πολύ ανεκτές κλίσεις από χαμηλά καθώς περνάμε τον ποταμό Μετσοβίτικο, αλλά σταδιακά γίνεται όλο και πιο απαιτητική ανηφορίζοντας προς τα χωριά Μικρή Γότιστα και Μεγάλη Γότιστα με τελικό προορισμό το Βαθύπεδο. Το περιβάλλον είναι κτηνοτροφικό (ενδέχεται να συναντήσουμε τσοπανόσκυλα – διαχειρίσιμα πάντως), ενώ η ανάβαση χαρακτηρίζεται και ως σκληρή, με διψήφιες κλίσεις σε αρκετές περιπτώσεις. Σε 15 χιλιόμετρα ανηφόρας κερδίζουμε περίπου 800 μέτρα υψομετρικής διαφοράς φτάνοντας σε υψόμετρο 1280 μέτρων κοντά στην κορυφή Ξούρα. Αυτό είναι και το υψηλότερο σημείο που θα βρεθούμε σε ολόκληρη τη Super Randonnée. Από εκεί η θέα κόβει, κυριολεκτικά, την ανάσα καθώς, ειδικά αν πετύχουμε καλή μέρα, έχουμε ορατότητα για πολλά χιλιόμετρα μακριά. Στο Βαθύπεδο φτάνουμε κατηφορικά για να κάνουμε το 3ο κοντρόλ μας (χλμ 90,9), ακριβώς στην είσοδο του χωριού στο μνημείο του Επιλοχία Γ. Μπάφα, το οποίο βρίσκεται στο πλάτωμα του δρόμου δίπλα στο ξύλινο υπόστεγο. Εκεί υπάρχει και πηγή με εξαιρετικό νερό και θα πρέπει να την εκμεταλλευτούμε καθώς η επόμενη βρίσκεται αρκετά μακριά.

Το σημείο κοντρόλ στο Βαθύπεδο, φτάνοντας στο χωριό. Ακριβώς δίπλα στο ξύλινο υπόστεγο υπάρχει το μνημείο του Επιλοχία Γ. Μπάφα.
Αφού βγάλουμε τη φωτογραφία και θαυμάσουμε το τοπίο με τον απέναντι ορεινό όγκο να μοιάζει έτοιμος να καταπλακώσει το χωριό, επιστρέφουμε προς τα πίσω όπως ήρθαμε με προορισμό το χωριό Κράψη. Εδώ να επισημάνουμε ότι στον αρχικό σχεδιασμό της διαδρομής περιλήφθηκε ο δρόμος ο οποίος συνεχίζει κατηφορικά από το Βαθύπεδο μέχρι την Ανατολική και από εκεί για Κράψη, αλλά στο pre ride τα δεδομένα άλλαξαν. Ο δρόμος είχε υποστεί σοβαρές κατολισθήσεις και σύμφωνα με τους κατοίκους του χωριού που ρώτησα, αυτό είναι ένα σύνηθες φαινόμενο. Πέραν τούτου, πρόκειται για έναν άθλιο στενό χωματόδρομο γεμάτο λακκούβες και με ιδιαίτερα επικίνδυνες κατηφορικές κλίσεις. Αναγκαστικά, λοιπόν, επειδή τα θέματα της ασφάλειάς μας δεν τα διαπραγματευόμαστε, η χάραξη άλλαξε προς τα πίσω, κάτι που μας οδηγεί σε 5 χιλιόμετρα και 200 υψομετρικά περισσότερα, αλλά τουλάχιστον θα έχουμε ήσυχο το κεφάλι μας.
Από το Βαθύπεδο επιστρέφουμε, λοιπόν, πίσω στον ίδιο δρόμο, στην αρχή ανηφορικά αλλά στη συνέχεια μόλις ξεκορφίσουμε και πάλι στο ίδιο σημείο με πριν, ξεκινάει η τεράστια κατηφόρα που μέσω Κράψης θα μας κατεβάσει στον ποταμό Άραχθο. Οι κλίσεις είναι έντονες (σε 9,5 χιλιόμετρα κατάβασης χάνουμε 800 μέτρα ύψος) και ο δρόμος στενός, συνεπώς οφείλουμε να δείξουμε την απαραίτητη προσοχή. Μετά τη διέλευση του Άραχθου ανηφορίζουμε αμέσως και πάλι για την τρίτη σοβαρή ανάβαση της SR. Αυτή τη φορά μπροστά μας είναι ο Δρίσκος, το βουνό στο οποίο το 1912 έγινε η μεγάλη μάχη για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων κατά την οποία, κάπου εκεί σε μία από τις δασωμένες πλαγιές, Νοέμβρη μήνα, σκοτώθηκε ο Λορέντζος Μαβίλης. Η ανάβαση έχει κάποια ζόρικα σημεία αλλά στα θετικά περιλαμβάνεται το γεγονός ότι είναι μικρή σε μήκος και βγαίνει χωρίς προβλήματα, ενώ αμέσως μετά ξεκινάμε εκ νέου να κατηφορίζουμε για 10 συνεχόμενα χιλιόμετρα περνώντας από το Δροσοχώρι, το οποίο είναι το μεγαλύτερο χωριό σε όλη την ευρύτερη περιοχή και δίνει καλές δυνατότητες ανεφοδιασμού (υπάρχει και βρύση αριστερά ακριβώς στην έξοδο του χωριού).
Μετά το Δροσοχώρι στρίβουμε αριστερά και συνεχίζουμε ευθεία και κατηφορικά παράλληλα με την Εγνατία Οδό μέχρι το Κουτσελιό, όπου και πάλι εκεί έχουμε άφθονες επιλογές τροφοδοσίας με φούρνους – καφετέριες – περίπτερο – ταβέρνες. Καλό είναι να εκμεταλλευτούμε τις ευκαιρίες τροφοδοσίας εκεί καθώς για τα επόμενα 80 χιλιόμετρα αυτές μηδενίζονται και δύσκολα θα βρούμε κάτι. Φεύγοντας από το Κουτσελιό κατευθυνόμαστε νότια προς Καλέντζι και φτάνουμε εκεί μετά από περίπου 21 απροβλημάτιστα χιλιόμετρα, στην αρχή ελαφρώς ανηφορικά και στη συνέχεια κατηφορικά. Περίπου στη μέση της απόστασης, έξω από το χωριό Ελληνικό, υπάρχει βρύση. Στα 2,5 χιλιόμετρα μετά το Καλέντζι έρχεται η ώρα για το 4ο κοντρόλ (χλμ 145,7) στην πινακίδα της διασταύρωσης που θα συναντήσουμε.
Αμέσως μετά στρίβουμε δεξιά προς Ιωάννινα – Άρτα. Ο δρόμος παραδόθηκε στην κυκλοφορία σχετικά πρόσφατα και το οδόστρωμα βρίσκεται σε άριστη κατάσταση. Μετά τα πρώτα 3 κάπως απότομα ανηφορικά χιλιόμετρα, ξεκινά μια από τις γρηγορότερες καταβάσεις ολόκληρης της διαδρομής σε εκπληκτικό τερέν – χαλί που, χωρίς υπερβολή, μία κούρσα μπορεί να πιάσει ακόμα και τριψήφιο νούμερο στιγμιαίας ταχύτητας. Θα πρέπει, ωστόσο, να είμαστε προσεκτικοί για να μην χάσουμε την δεξιά πολύ κλειστή στροφή που μας βγάζει από τον κεντρικό δρόμο και μας οδηγεί στα Πεστά. Αφού περάσουμε τα Πεστά (2 χιλιόμετρα μετά το χωριό υπάρχει βρύση απέναντι από ένα εκκλησάκι), συνεχίζουμε για 6 χιλιόμετρα ευθεία μέχρι τη διασταύρωση της παλαιάς εθνικής οδού Ιωαννίνων – Άρτας όπου στρίβουμε αριστερά (προς Άρτα) και κατηφορίζουμε με ορμή στον παλιό αυτό δρόμο όπου κάποτε δεχόταν όλη την κίνηση της δυτικής Ελλάδας και σήμερα μοιάζει σχεδόν ερημικός μιας και η Εγνατία Οδός έχει αναλάβει πια αυτόν τον ρόλο.
Στην πρώτη διασταύρωση που συναντάμε, εκεί που θα δούμε ένα παλιό, εγκαταλειμμένο πια βενζινάδικο, στρίβουμε δεξιά και βγαίνουμε από την εθνική συνεχίζοντας πλέον σε επαρχιακό δίκτυο. Περίπου 3 χιλιόμετρα πιο κάτω στρίβουμε δεξιά προς τον αρχαιολογικό χώρο της Δωδώνης. Μετά από μερικά μέτριας δυσκολίας ανηφοράκια, φτάνουμε εκεί και συνεχίζουμε ευθεία και κατηφορικά μέχρι να συναντήσουμε τη διασταύρωση προς τα χωριά Γραμμένο, Λύγγος και Μπέρκο, όπου η σχετική πινακίδα στην άκρη του δρόμου αποτελεί το αντικείμενο του 5ου κοντρόλ (χλμ 183,5).
Υπακούμε στην πινακίδα, στρίβουμε δεξιά και 6 χιλιόμετρα αργότερα, ενώ ποδηλατούμε σε άνετο δρόμο με όμορφο περιβάλλον, θα τον εγκαταλείψουμε και θα βγούμε δεξιά σε ένα στενό ασφάλτινο δρομάκι που μας οδηγεί στην Κόντσικα. Από εκεί ξεκινά μια ολίγον τι απαιτητική ανηφόρα, περίπου 3,5 χιλιομέτρων, που θα μας βγάλει στην κορυφή του λόφου όπου βρίσκεται το χωριό Μάρμαρα και πλέον έχουμε θέα ολόκληρης της πόλης των Ιωαννίνων από ψηλά. Ακολουθεί η γρήγορη κατάβαση προς Σταυράκι και αμέσως μετά μπαίνουμε στον αστικό ιστό με προορισμό και πάλι την πλατεία Μαβίλη από όπου ξεκινήσαμε πριν από 207,8 χιλιόμετρα. Εκεί θα κάνουμε το 6ο κοντρόλ μας, παρόμοια φωτογραφία με αυτή της εκκίνησης.
Η επιστροφή στα Γιάννενα δίνει την ευκαιρία για ξεκούραση και ίσως την πρώτη διανυκτέρευση καθώς τα υπόλοιπα 200 περίπου χιλιόμετρα που ακολουθούν μέχρι την Ηγουμενίτσα είναι αρκετά άγονα όσον αφορά τις δυνατότητες που παρέχουν για ύπνο, τουλάχιστον σε οργανωμένο κατάλυμα (πιθανώς να υπάρχει κάποιος μικρός ξενώνας σε κάποιο χωριό, θέλει ψάξιμο). Για το δεύτερο διακριτό σκέλος της διαδρομής (το κομμάτι Γιάννενα – Ηγουμενίτσα), απαιτείται από τον ποδηλάτη πολύ προσεκτική τροφοδοσία από πριν και οργάνωση, καθώς στο σύνολο σχεδόν της απόστασης θα ποδηλατήσει σε ερημικές περιοχές και θα διέλθει από χωριά που είτε είναι ακατοίκητα είτε έχουν ελάχιστους μόνιμους κατοίκους.
Στη συνέχεια της διαδρομής μας, ξεκινάμε πλέον να απομακρυνόμαστε από τα Γιάννενα μέσω της παλαιάς εθνικής οδού για Ηγουμενίτσα. Μια ήπια ανηφόρα μας οδηγεί σε ένα ύψωμα στα δυτικά από όπου θα έχουμε την τελευταία θέα της πόλης καθώς θα την ξανασυναντήσουμε πλέον μόνο στον τερματισμό. Αμέσως μετά, με μια απολαυστική απεταλάριστη κατηφόρα 12 χιλιομέτρων φτάνουμε στον ποταμό Καλαμά όπου εκεί (234,1 χλμ) θα εκτελέσουμε το 7ο κοντρόλ μας στην πινακίδα που υπάρχει στη διασταύρωση, ακριβώς πριν τη γέφυρα στο ποτάμι.
Αμέσως μετά συνεχίζουμε την πορεία μας βόρεια και ξεκινάμε να κυκλώνουμε το όρος Κασιδιάρης που η κορυφογραμμή του είναι πλέον καλυμμένη πλήρως από ανεμογεννήτριες. Η πορεία μας είναι ένα ακατάπαυστο πάνω – κάτω στους πρόποδες του βουνού, το οποίο, όμως, δεν κουράζει, ενώ η διαδρομή είναι ήσυχη σε όμορφο περιβάλλον και άνετο δρόμο. Περνάμε τα χωριά Ράικο, Βασιλόπουλο και Ιερομνήμη και στο επόμενο ακριβώς χωριό, στους Κουκλιούς, έχει έρθει η ώρα για το 8ο κοντρόλ (χλμ 252,2) στην βρύση της πλατείας του χωριού δίπλα από την ξύλινη πινακίδα που μας πληροφορεί για τα πεζοπορικά μονοπάτια της περιοχής. Στο χωριό υπάρχει μίνι μάρκετ και καφενείο.
Η ποδηλασία μας ως εδώ είναι σχετικά εύκολη και γίνεται ακόμα ευκολότερη στη συνέχεια καθώς μια γρήγορη ευθεία 7 χιλιομέτρων μας περνάει από τα χωριά Αρετή και Ρεπετίστα και μας φέρνει στον Παρακάλαμο, ο οποίος αποτελεί το μεγαλύτερο χωριό από το σημείο αυτό μέχρι και την Ηγουμενίτσα και δίνει μια σπουδαία ευκαιρία ανεφοδιασμού που δεν πρέπει να αφήσουμε. Διαθέτει καφέ – φούρνους – μίνι μάρκετ, ενώ θα πρέπει να έχουμε υπόψιν μας ότι για τα επόμενα τουλάχιστον 120 χιλιόμετρα κατά πάσα πιθανότητα δεν θα βρούμε το παραμικρό για ανεφοδιασμό, πέραν από κάποια ίσως ταβέρνα σε κάποιο μικρό χωριό που, ωστόσο, κανείς δεν εγγυάται αν θα είναι ανοιχτή και διαθέσιμη καθημερινά. Ακόμα και το νερό ίσως θα είναι δυσεύρετο για ένα πολύ μεγάλο διάστημα της διαδρομής. Συνεπώς, θα πρέπει να λάβουμε τα μέτρα μας.
Από τον Παρακάλαμο συνεχίζουμε βορειοδυτικά ανηφορίζοντας σε πολύ ήπιες κλίσεις προς τα χωριά Σιταριά και Κρυονέρι μέσα από μια μαγευτική διαδρομή σε δάσος καστανιάς και οξυάς. Καθ’ οδόν υπάρχουν δυο – τρεις βρύσες. Πλέον βρισκόμαστε στη βόρεια πλευρά του βουνού ενώ, μετά το Κρυονέρι, έχουμε στα δεξιά μας την υπέροχη θέα της λίμνης Ζαραβίνας από ψηλά καθώς ξεκινάμε να κατηφορίζουμε αρκετά απότομα προς την εθνική οδό Ιωαννίνων – Κακαβιάς. Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται να δείξουμε στο σημείο διασταύρωσης με την εθνική, καθώς δεν διαθέτει σωστή σήμανση (υπάρχει ένα STOP το οποίο δεν φαίνεται, σχεδόν, καθόλου) και στην ουσία πέφτουμε πάρα πολύ απότομα σε αυτή ερχόμενοι από δρόμο με μεγάλη κατηφορική κλίση.
Μπαίνοντας στην εθνική συνεχίζουμε αριστερά προς Κακαβιά. Για περίπου 7 χιλιόμετρα η διαδρομή είναι άνετη και πολύ γρήγορη καθώς κινούμαστε μόνο κατηφορικά σε πολύ καλό οδόστρωμα με θέα στον ορίζοντα τα μεγάλα βουνά της Βορείου Ηπείρου. Λίγο πριν τον συνοριακό σταθμό της Κακαβιάς εγκαταλείπουμε την εθνική οδό και μπαίνουμε αριστερά προς το χωριό Κτίσματα, στην είσοδο του οποίου θα πρέπει να γίνει το 9ο κοντρόλ (χλμ 279,5) ακριβώς κάτω από την πινακίδα με το όνομα του χωριού.
Εισερχόμενοι στα Κτίσματα προχωράμε και πάλι σε κατάβαση μέχρι που φτάνουμε στη γέφυρα του μικρού ποταμού Γυφτοπόταμου έχοντας συμπληρώσει σχεδόν 15 συνεχόμενα χιλιόμετρα επί το πλείστον κατηφορικής πορείας. Η συνεχόμενη αυτή ευκολία της διαδρομής σαφώς και θα πρέπει να μας «ανησυχήσει» ότι κάτι σκληρό έρχεται. Πράγματι, μετά τη γέφυρα του Γυφτοπόταμου ξεκινάμε να ανηφορίζουμε προς το χωριό Χαραυγή σε μια ανάβαση που συνεχίζεται και μετά το χωριό και η οποία μας χαρίζει απλόχερα 420 θετικά υψομετρικά σε 7,5 χιλιόμετρα. Στην ουσία είναι η τέταρτη κατά σειρά σοβαρή ανάβαση της διαδρομής, μετά από εκείνες του Μιτσικελίου, του Λάκμου και του Δρίσκου. Σε κάποια σημεία η κλίση είναι αρκετά ζόρικη με διψήφια ποσοστά, αλλά η διαδρομή μας αποζημιώνει καθώς ποδηλατούμε σε πυκνό δάσος παράλληλα με τα ελληνοαλβανικά σύνορα φτάνοντας ακόμα και στα 50 μέτρα κοντά σε αυτά. Το φυσικό περιβάλλον που μας περικλείει είναι ήσυχο και γαλήνιο και μας κάνει να ξεχνάμε τις απαιτητικές κλίσεις οι οποίες, πάντως, είναι παρελθόν μετά από λίγο καθώς, φτάνοντας στο χωριό Καστανιανή, ξεκινά ένα μεγάλο και απολαυστικά εύκολο και όμορφο κομμάτι. Για 33 χιλιόμετρα, μέχρι και τη γέφυρα της Βροσίνας, κινούμαστε σχεδόν εξ ολοκλήρου κατηφορικά και σε ισάδια, με ελάχιστες μικρές άνευ σημασίας ανηφόρες. Ο δρόμος, ωστόσο, ενώ είναι σε πολύ καλή κατάσταση όσον αφορά το οδόστρωμα, είναι ο κλασσικός στενός των βουνών της Ηπείρου, χωρίς διαγράμμιση στο μεγαλύτερο μέρος του, οπότε θα πρέπει να έχουμε αυξημένη την προσοχή μας, ειδικά σε κάποιες κλειστές στροφές. Γενικά, πάντως, τη διαδρομή μήκους 45 χιλιομέτρων από τα Κτίσματα μέχρι την γέφυρα της Βροσίνας εγγυημένα θα την απολαύσουμε καθώς θα ποδηλατούμε σε πανέμορφο φυσικό περιβάλλον, με πολύ ήσυχους δρόμους.
Στη γέφυρα της Βροσίνας (χλμ 323) υπάρχει ένα μικρό καφενείο που μπορούμε να προμηθευτούμε νερό καθώς το ζήτημα της υδροδοσίας είναι προβληματικό στο τμήμα αυτό της διαδρομής και δεν βρίσκουμε εύκολα πηγές. Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στο θέμα του φαγητού. Όπως ειπώθηκε πιο πάνω, το τελευταίο χωριό με αξιόπιστες δυνατότητες ανεφοδιασμού είναι ο Παρακάλαμος (χλμ 260). Το αμέσως επόμενο είναι οι Φιλιάτες (χλμ 386). Ενδιάμεσα δεν πρόκειται να βρούμε ούτε φούρνο ούτε μίνι μάρκετ, ενώ οι μικρές ταβέρνες ή καφενεία που ίσως συναντήσουμε σε κάποια από τα χωριά είναι άγνωστο εάν θα είναι ανοιχτές την ώρα και τη μέρα που θα περνάμε. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να λάβουμε πολύ σοβαρά υπόψιν το θέμα της τροφοδοσίας μας. Στη γέφυρα της Βροσίνας συναντάμε τον ποταμό Καλαμά και συνεχίζουμε την πορεία μας ευθεία, παράλληλα με αυτόν, ξεκινώντας σταδιακά να ανηφορίζουμε. Το πρώτο χωριό που συναντάμε νωρίς είναι η Ραβενή, όπου και βρίσκεται το σημείο του 10ου κοντρόλ (χλμ 327,3) σε ένα μικρό υπόστεγο στο κέντρο του χωριού.
Φεύγοντας από τη Ραβενή (βρύση ακριβώς δίπλα από το σημείο κοντρόλ) ξεκινά μια μακρά σε μήκος αλλά γενικά ήπια ανάβαση με ενδιάμεσα κατηφορικά τμήματα. Πρόκειται για την πέμπτη διακριτή ανάβαση της SR-600 που θα μας σκαρφαλώσει από τις νότιες πλαγιές του όρους Μουργκάνα μέχρι λίγες δεκάδες μέτρα κάτω από την κορυφή. Το φυσικό τοπίο εξακολουθεί να γοητεύει και να μας γεμίζει με εικόνες, αλλά έχουμε και αυξημένη προσοχή στον δρόμο που είναι στενός ενώ υπάρχουν και σημεία με έντονα φθαρμένο οδόστρωμα, με «σαμαράκια» και λακκούβες. Η ανάβαση έχει κάποια σκληρά σημεία αλλά σε γενικές γραμμές είναι διαχειρίσιμη. Στην πορεία μας συναντάμε τα μικρά χωριά Λέκουφα, Μέλισσα και Γαρδίκι (σε κάποιο σημείο υπάρχει και βρύση πάνω στον δρόμο με πολύ καλό νερό) μέχρι που φτάνουμε στον Λια, κάτω από την κορυφή της Μουργκάνας. Τα μέρη αυτά έχουν μια απόκοσμη, ιδιαίτερη και παράξενη ομορφιά ενώ κουβαλούν και μερικές από τις πιο σκοτεινές μνήμες της ελληνικής ιστορίας μιας και σκληρά γεγονότα συνέβησαν εκεί την περίοδο 1946-1949. Μετά τον Λια (υπάρχουν βρύσες στον δρόμο) η ανηφόρα μαλακώνει πολύ και προσεγγίζουμε το Βαβούρι, στην είσοδο του οποίου εκτελούμε το 11ο κοντρόλ μας (χλμ 350,8) στις πινακίδες που υπάρχουν μπροστά από την μικρή εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπους. Η περιήγησή μας στην περιοχή μας δημιουργεί αισθήματα ότι βρισκόμαστε κάπου πολύ μακριά, αποκομμένοι εντελώς από τον έξω κόσμο καθώς ποδηλατούμε μοναχικά σε ορεινούς και ερημικούς δρόμους χωρίς ίχνος ανθρώπινης παρουσίας.

Η αναχώρησή μας από το Βαβούρι σηματοδοτεί την εν πολλοίς απαλλαγή μας από τις μεγάλες δυσκολίες. Αφήνουμε πίσω στη μεγαλεπήβολη ησυχία τους τις ψηλές κορυφές της Μουργκάνας και του Μαυροβουνίου και ξεκινάμε άλλη μία γρήγορη κατάβαση που, με εξαίρεση ένα μικρό ενδιάμεσο ανηφορικό τμήμα, μας φέρνει πολύ γρήγορα στους Φιλιάτες (δεν μπαίνουμε μέσα, εκτός αν έχουμε ανάγκη για τροφοδοσία) και αμέσως μετά, μέσω Βρυσέλλας και Μαυρουδίου, στην Ηγουμενίτσα.
Είτε εκμεταλλευτούμε είτε όχι την ευκαιρία που μας δίνει η πρωτεύουσα της Θεσπρωτίας για ύπνο και ξεκούραση ή φαγητό (άλλωστε, για τα επόμενα 100 χιλιόμετρα υπάρχουν δεκάδες τέτοιες επιλογές), η συνέχεια της διαδρομής μας βρίσκει να ποδηλατούμε στο παραλιακό μέτωπο της Δυτικής Ηπείρου πολύ κοντά στη θάλασσα. Περνάμε την Πλαταριά και συνεχίζουμε δεξιόστροφα προς Σύβοτα όπου φτάνουμε στο κοσμοπολίτικο αυτό μέρος για να βγάλουμε τη φωτογραφία του 12ου κοντρόλ (χλμ 424) στην παραλία, μπροστά από την επιγραφή με το hashtag #SIVOTA.
Ακολουθούν περίπου 70 αρκετά εύκολα χιλιόμετρα καθώς ποδηλατούμε σε πολύ χαμηλά υψόμετρα έχοντας συνεχώς οπτική επαφή με τη θάλασσα. Κάποια συνεχόμενα πάνω – κάτω προσθέτουν μεν υψομετρικά αλλά δεν εξαντλούν, ενώ περνάμε κατά σειρά από την Πέρδικα, την Αγιά, την Ανθούσα, την γραφική Πάργα με τον ξακουστό της ανήφορο και την Αγία Κυριακή προτού φτάσουμε στη διασταύρωση της εθνικής οδού και στρίψουμε δεξιά προς Πρέβεζα. Το κομμάτι αυτό, πιθανώς τους καλοκαιρινούς μήνες να χρειάζεται λίγο περισσότερη προσοχή λόγω αυξημένης τουριστικής κίνησης, αλλά δεν παύει να είναι ένα σύνολο όμορφων χιλιομέτρων που δίνει μια διαφορετική αλλαγή εικόνας στο μάτι μιας και μετά από μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα στα βουνά, πλέον ποδηλατούμε δίπλα στη θάλασσα. Το ίδιο μοτίβο συνεχίζεται και κατά μήκος της εθνικής οδού Ηγουμενίτσας – Πρέβεζας, την οποία συναντάμε στο 463ο χιλιόμετρο και μας ταξιδεύει στις εκβολές του Αχέροντα στην Αμμουδιά, στη Λούτσα, στον Βράχο και στην φημισμένη Καστροσυκιά. Λίγο μετά την Καστροσυκιά έρχεται η στιγμή για το 13ο κοντρόλ (χλμ 496,6) στην πινακίδα της διασταύρωσης πριν το Κανάλι. Ολόκληρο το τμήμα των 100 περίπου χιλιομέτρων μεταξύ Ηγουμενίτσας και Καστροσυκιάς περιλαμβάνει τουριστικούς προορισμούς και προσφέρει απεριόριστες παροχές για ύπνο – φαγητό – ξεκούραση επιτρέποντάς μας να εφαρμόσουμε πλήρως ευέλικτα πλάνα στρατηγικής διαχείρισης της διαδρομής μας όσον αφορά τη δεύτερη διανυκτέρευσή μας. Ακόμα και για όσους επιθυμούν ύπνο έξω και όχι σε οργανωμένο κατάλυμα οι επιλογές είναι άφθονες.
Αμέσως μετά αρχίζουμε να απομακρυνόμαστε από τη θάλασσα και να παίρνουμε πια τον δρόμο της επιστροφής για τον τερματισμό μας στα Γιάννενα. Απομένουν ακόμα 117 χιλιόμετρα και περίπου λίγο πάνω από 2.000 θετικά υψομετρικά, η ψυχολογία θα είναι με το μέρος μας και το ταξίδι πλέον θα συνεχιστεί για λίγο ακόμα σε επίπεδο τερέν μέχρι τον Λούρο. Μόλις φτάσουμε στον Λούρο, θα πρέπει να προνοήσουμε για τροφοδοσία καθώς, σε αντίθεση με τα προηγούμενα 130 χιλιόμετρα που είχαμε εύκολη και συνεχή πρόσβαση σε αυτή, πλέον εισερχόμαστε για δεύτερη φορά στην περιπέτειά μας σε μια «άγονη γραμμή» καθώς μέχρι να φτάσουμε στα Γιάννενα οι δυνατότητες ανεφοδιασμού θα είναι από ελλιπείς μέχρι ανύπαρκτες μιας και ταξιδεύουμε από ερημικά μέρη με μικρά, ελάχιστων ή και καθόλου μόνιμων κατοίκων, χωριά. Πρόβλημα σοβαρό, επίσης, θα είναι και η εύρεση νερού, οπότε θα πρέπει να εκμεταλλευτούμε την καλή ευκαιρία που μας δίνεται στον Λούρο για πλήρη ανεφοδιασμό.
Ξεκινάμε να ανηφορίζουμε ποδηλατώντας στα όρια των νομών Θεσπρωτίας και Ιωαννίνων, έχοντας στα αριστερά μας τα ιστορικά βουνά του Σουλίου και ακριβώς δεξιά μας τον ποταμό Αχέροντα κινούμενοι συνεχώς και για αρκετά χιλιόμετρα παράλληλα με αυτόν. Η διαδρομή είναι ήπια ανηφορική στην αρχή και τελείως ήσυχη, καθώς για 35 χιλιόμετρα ποδηλατούμε έχοντας την αίσθηση ότι βρισκόμαστε περιπλανώμενοι σε έναν εντελώς ξεχασμένο κόσμο αφού ανθρώπινη παρουσία δεν υπάρχει ούτε για δείγμα, εκτός ίσως από λίγα σπίτια σε έναν μικρό οικισμό, τις Συκιές. Το πρώτο χωριό μετά τον Λούρο που θα συναντήσουμε και εκεί ίσως νιώσουμε και πάλι ότι βρισκόμαστε σε κατοικημένη περιοχή είναι το Σιστρούνι, στο οποίο λειτουργούν συνήθως και δύο ταβέρνες πάνω στον δρόμο. Κάπου εκεί, ακριβώς πάνω στον δρόμο στα δεξιά μας, βρίσκεται ένα εκκλησάκι, στο προαύλιο του οποίου υπάρχει βρύση που ίσως αποδειχθεί σωτήρια. Θέλει πολύ μεγάλη προσοχή η διαχείριση του νερού στην περιοχή αυτή, ειδικά αν βρεθούμε σε ζεστή μέρα. Το Σούλι ήταν πάντα τόπος σκληρός και άνυδρος και αυτό ήταν που του στοίχισε κάποτε στις πολιορκίες του από τον Αλή Πασά. Συνεχίζουμε και πάλι ερημικά, χαμένοι σε δασωμένες πλαγιές σε μια συνεχή μεν αλλά στα όρια του ανεκτού ανηφόρα και συναντάμε το χωριό Μπεστιά, ενώ λίγο μετά φτάνουμε στο Ζωτικό όπου μας περιμένει το μικρό ξωκλήσι του Αγίου Νεκταρίου για να κάνουμε το 14ο κοντρόλ (χλμ 553,5).

Ακολουθεί ένα απότομο κατηφορικό τμήμα λίγων χιλιομέτρων που θα δώσει μια ανάσα στα πόδια προτού πιάσουμε πάλι να ανηφορίζουμε πιο σκληρά αυτή τη φορά περνώντας έξω από το χωριό Παρδαλίτσα και συνεχίζοντας δεξιά προς τη Βαλανιδιά. Η αίσθηση ότι βρισκόμαστε σε μέρη ξεχασμένα από θεούς κι ανθρώπους συνεχίζεται αμείωτη, με το φυσικό περιβάλλον γύρω μας να εξακολουθεί να μας ενθουσιάζει και να μας βοηθά να ξεχνάμε την συσσωρευμένη πλέον κούραση αλλά και την ανηφόρα που στο σημείο αυτό έχει πράγματι αρκετή δυσκολία. Λίγο πριν φτάσουμε, ωστόσο, στη Βαλανιδιά, ξεκινά η κατηφόρα που έχει μήκος 7 χιλιόμετρα και με τις γενναίες της κλίσεις θα κάνει τα φρένα μας να «την ακούσουν», αλλά τα πόδια μας να χαλαρώσουν αρκετά ενόψει της τελικής ανάβασης που ακολουθεί. Στο τέλος της κατηφόρας αυτής περνάμε κάτω από την Εγνατία Οδό και αμέσως δεξιά θα συναντήσουμε μια πράσινη μεταλλική γέφυρα όπου θα πρέπει και να σταματήσουμε για το 15ο κοντρόλ (χλμ 570).
Απομένουν 44 χιλιόμετρα για τον τερματισμό που περιλαμβάνουν τις δύο τελευταίες αναβάσεις της περιπέτειάς μας. Στη βάση της πρώτης ανάβασης περνάμε έξω από το χωριό Τύρια, το οποίο είναι μεγάλο και προσφέρει καλές ευκαιρίες ανεφοδιασμού, ειδικά αν έχουμε ξεμείνει από φαγητό ή νερό. Οι δύο αναβάσεις που ακολουθούν έχουν συνολικό μήκος περίπου 20 χιλιόμετρα και τις χωρίζει ένα μικρό ενδιάμεσο κατηφορικό κομμάτι. Υπό άλλες συνθήκες δεν θα τις χαρακτηρίζαμε δύσκολες, το γεγονός ωστόσο ότι έρχονται μετά από 580 χιλιόμετρα είναι που τελικά ανεβάζει τον βαθμό δυσκολίας. Χρειάζεται υπομονή και θετική ψυχολογική διάθεση μιας και θα γνωρίζουμε πια ότι κάθε πεταλιά μας φέρνει όλο και πιο κοντά στο τέλος. Με την ολοκλήρωση της δεύτερης ανάβασης ακολουθεί κατηφόρα προς την Πεδινή, στην οποία φτάνουμε και κάνουμε το 16ο κοντρόλ (χλμ 606) στην αρχή του ποδηλατόδρομου, ακριβώς έξω από το χωριό.
Μέσω της Λεωφόρου Νιάρχου (μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και τον καινούριο ποδηλατόδρομο) μπαίνουμε στα Γιάννενα και στον αστικό ιστό και σύντομα φτάνουμε στο σημείο του τερματισμού, στην πλατεία Λορέντζου Μαβίλη, όπου και θα βγάλουμε την τελευταία φωτογραφία (17ο κοντρόλ – 614,1 χλμ) και πάλι μπροστά στην προτομή του σπουδαίου ποιητή στον οποίο και είναι αφιερωμένη η συγκεκριμένη SR-600. Η τελευταία φωτογραφία σηματοδοτεί και την ολοκλήρωση της μεγάλης μας περιπέτειας. Μιας περιπέτειας που σίγουρα θα μας αφήσει ριζωμένες μνήμες και κάθε φορά που θα τη σκεφτόμαστε θα νιώθουμε εκείνη τη γλυκιά νοσταλγία που μόνο όποιος έχει κάνει κάτι ανάλογο μπορεί να αισθανθεί.
ΟΔΗΓΙΕΣ
1. Για να δηλώσετε συμμετοχή στην SR-600 West Epirus θα πρέπει να κατεβάσετε την αίτηση συμμετοχής που θα βρείτε παρακάτω, να την εκτυπώσετε, να τη συμπληρώσετε και να τη στείλετε είτε σκαναρισμένη είτε με ΠΟΛΥ ΚΑΘΑΡΗ φωτογραφία (ώστε να φαίνονται καθαρά οι πληροφορίες σας) με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στη διεύθυνση vas.oik@hotmail.com
2. Η αίτηση συμμετοχής θα πρέπει να αποσταλεί τουλάχιστον 30 ημέρες (1 μήνα) πριν την αναγραφόμενη σε αυτή ημερομηνία εκκίνησης που έχετε επιλέξει.
3. Σε απάντησή σας θα σας αποσταλεί e-mail με αναλυτικές οδηγίες για την εγγραφή και τη συμμετοχή σας.
4. Μόλις η αίτησή σας γίνει αποδεκτή, θα σας αποσταλεί από τον διοργανωτή το υλικό συμμετοχής (κάρτα και ταμπελάκι για το ποδήλατο). Το ταμπελάκι είναι υποχρεωτικό να φαίνεται πάνω στο ποδήλατό σας στις φωτογραφίες που θα βγάλετε στα σημεία κοντρόλ.
5. Μελετήστε προσεκτικά τη διαδρομή και σιγουρευτείτε ότι έχετε διαβάσει και κατανοήσει καλά τους κανονισμούς που διέπουν μια SR-600. Οι κανονισμοί που ισχύουν είναι αυτοί που επισήμως αναγράφονται εδώ https://www.superrandonnees.org/rules-for-riders
6. Θα πρέπει να εκκινήσετε την ημερομηνία και ώρα που έχετε δηλώσει. Αλλαγές επιτρέπονται αποκλειστικά και μόνο ύστερα από επικοινωνία και σχετική έγκριση από τον διοργανωτή.
7. Κόστος εγγραφής: 10 ευρώ που θα καταθέσετε στον λογαριασμό που θα σας υποδειχθεί στο απαντητικό e-mail της αίτησης εγγραφής σας.
ΧΡΗΣΙΜΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
2. Φόρμα δήλωσης συμμετοχής / Registration Form:
3. Φωτογραφίες από τα σημεία κοντρόλ / Checkpoints photos:
4. roadbook (GR):
5. roadbook (ENG):
6. e-mail επικοινωνίας: vas.oik@hotmail.com
7. Σελίδα σχετικά με την SR-600 West Epirus στο Facebook:
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου