Μπάρος. Η 2η ανάβαση
Στα τελειώματα αυτού του Σεπτέμβρη ο απόκοσμος ταξιδευτής εδοκίμασε τη δεύτερη ανάβαση στο όρος.
Παρότι βουνίσιος από καταγωγή και γεννησιμιού, βιάστηκε να προφτάξει τα χιόνια που σε λίγο θα σκεπάσουν τις κορφές. Γιατί σ’ αυτό το ανηφόρισμα δεν ήθελε εξωτερικές αλυκόντιες. Του έφτανε ο μέσα του αγώνας.
Ωστόσο σε τούτη τη δεύτερη προσπάθεια ένιωθε πολύ πιο σίγουρος σε σχέση με την πρώτη του φορά. Εκείνο το πρώτο, το αρχαίο βάρος του όρους, τώρα είχε αλλάξει μέσα του αίσθηση. Σαν οι χιλιάδες τόνοι του βράχου να είχαν μεταστοιχειωθεί σε στοιχεία πολύ ελαφριά. Αν ήθελες να ονομάσεις το ύφος του τώρα, θα το ‘λεγες πέτρωση του ανέμου. Ή ανίατη εμμονή.
Προτού φτάσει ν’ ανηφορίσει την
πρώτη απαγανιά, πέρασε μια μικρή κοιλάδα που την έλεγαν "Στο Μύλο".
Κύτταξε τον παλαιό νερόμυλο με το βαγένι, με τη φτερωτή και με τη χελιδόνα του.
Κάπου εκεί στη δέση των νερών,
ακούμπησε στον όχτο του αυλακιού και θυμήθηκε το τραγούδι που άκουγε παιδί να
τραγουδάνε οι δύο μυλωνάδες, ο γέρο Γιαννακός κι ο γέρο Δημητρώνης, την ώρα που
έπαιρνε να δειλιάζει η μέρα και γέρναν τ' απόσκια στις αυλές. Το τραγούδι έλεγε
έτσι:
"Ποταμέ μου, όταν γιομίζεις και βαρείς και κυματίζεις,
πάρε με στα κύματά σου, στα βεργολυγίσματά σου,
να με πας στη δύση - δύση, και στης Αργαστής τη βρύση".
Άφησε πίσω του το Μύλο και πήρε ν’
ανηφορίζει την πλαγιά. Όσο να στοχαστεί πάνω σε δυο φραγμέντα του Εμπεδοκλή,
πάτησε ένα διάσελο λεγόμενο Του Καπετάνιου. Εκεί τον χτύπησε το μεράκι της
ερωτιάς. Ωσάν τα περιστέρια φτερούγισαν γύρω του οι μετρημένες μνήμες από την
πρώτη νιότη του. Θυμήθηκε την ώρα που οι νοικοκυρές έβγαζαν αχνιστό το ψωμί από
το φούρνο. Πώς έσκαζε αγκάθι ο ήλιος, Οκτώβρη μήνα, πίσω απ’ τα περιβόλια και
τους κυπαρρισώνες του χωριού. Ξανάφερε στο νου του τις καταλαμπές των
διαττόντων από τον αστερισμό του Περσέα, να χύνονται δέκα οργιές αστέρια και να
καρφώνονται στιλέτα στο αίμα του. Τις ζητωκραυγές των στρατιωτών για τον
αρχηγό. Τον αχαμνό γίγαντα, τον Καραϊσκάκη τους:
«Ο άντρακλας, ο πελαγίσιος, ο
αρχιδαράς!»
Αυτές ήταν οι καταιγίδες κι οι
θύελλες της νιότης. Αυτά είδε κι έζησε και με αυτά αντρώθηκε στο μικρό χωριό
του κάμπου δίπλα στο θεϊκό ποτάμι. Η γνώση πως η τάξη ορίζει οι σπουργίτες να
χτυπούν τελικά τον αετό, ήρθε πολύ αργά. Και παρότι στην ώρα της, ήταν το πιο
πικρό αλίμονο. Και τότες στάθηκε, έπιασε την άκρη του δρόμου και τραγούδησε το
παλιό και λυπημένο:
«Μια φορά είν’ η λεβεντιά, και δυο και τρεις τα νιάτα.
Μία φορά περπάτησα κι εγώ με δυο κορίτσια.
Κι ήταν αγγελικός μπαξές κι
ολάσπρο περιβόλι».
Και τότες δάκρυσε για ώρα πολλή.
Άφηκε κι αυτούς τους στοχασμούς
και πήρε ν’ ανηφορίζει πάλι τα ψηλώματα. Κάποτε είδε μια σπηλιά με μεγάλο
άνοιγμα, σα φωλιά αρκούδας για το καταχείμωνο. Κι έβαλε με το μυαλό του τη
σπηλιά που κλείστηκε κυνηγημένος να γλιτώσει ο Κωνσταντής Κολοκοτρώνης. Τον
καιρό του μεγάλου χαλασμού στο Μοριά, που ο καπετάν Πασάς κάπνισε σαν το
μελίσσι τον Παναγιώταρο. Τον χάλασαν σαν το θεριό στην τρύπα. Μετά από μήνες οι
έλληνες αναγνώρισαν το σώμα του από τη σπαθιά στο μεγάλο δάχτυλο του χεριού κι
από το μαύρο νύχι του, μισό πήχυ μάκρος. Άλλος ποιητής τον επόμενο αιώνα θα το πει
έτσι:
«Μετά από μήνες οι έλληνες
εγνώρισαν το σώμα του. Απ’ το ανάστημα Αίαντα ίσα με είκοσι πέντε παλάμες. Κι
από τον σιδερένιο αγκώνα».
Σηκώθηκε και τράβηξε και πάλι.
Ύστερα από ώρα έφτασε σ’ έναν
κοίλο τόπο κατάσπαρτο με μεγάλες πέτρες. Ωσάν να τις είχε σπείρει το χέρι του
γίγαντα Εφιάλτη στην εποχή της καληδόνιας ορογένεσης. Στάθηκε κι αγνάντευε τα
κατάγματα του πελώριου πετρώνα, όταν ξάφνου ένας κραγμός στον αέρα τον έκανε να
σηκώσει τα μάτια στον ουρανό. Και τότε ήταν που είδε τα όρνια. Ήταν ένα σμάρι
μαύρα πουλιά, γύπες με λευκές κοκαλένιες μύτες που κράζανε, σαν να μυρίζανε
πτωματική βορά. Θυμήθηκε την αρχαία ιστορία του ποιητή Ιβύκου που τον σκότωσαν
οι ληστές. Και ξαναφώναξε, εκεί στην ερημιά του βράχου, την αρχαία ιαχή:
«Ώ γερανοί, υμείς καταμηνύσετε
και κολάσετε τους ληστάς!»
Λίγο ακόμα ήθελε για την κορυφή.
Πέντε – δέκα πεταλιές και πάτησε στον τόπο. Κι αισθάνθηκε τη βαριά περηφάνια
και τη δίκαιη. Τη μόνη μορφή περηφάνιας που είναι μέσα στα μέτρα του ανθρώπου.
Γιατί αυτή η περηφάνια είναι που νικάει τον υβριστικό του εγωισμό. Γύρισε στον
φίλο του, που προπορεύονταν κι είχε φτάσει πρώτος εκεί:
«Μονάχα όποιος νίκησε τον εγωισμό
του δεν φοβάται τίποτα. Ο φόβος στον άνθρωπο είναι η σκεπασμένη όψη του
εγωισμού του. Κι αυτός είναι που κρατάει το εγώ του ανθρώπου αποκομμένο από τη
σχέση του με τη φύση. Η ζωή μας, για να μείνει σωστή και στέρεη πορεία μέχρι το
τέλος, οφείλει να είναι μια συνεχής μάχη με τον εγωισμό μας. Ο άνθρωπος, όμως,
έβαλε τον εαυτό του στη μέση του κόσμου και πορεύεται με τρόπο τέτοιο που
γιορτάζει ολοχρονίς τον κούφιο εγωισμό του».
Σαν είπε αυτά τα τελευταία λόγια,
εκύτταξε τον φίλο του και γέλασαν κι οι δύο αγαληνά. Εκείνο το πικρόγελο που
φτάνει πολύ σπάνια ο άνθρωπος. Όταν έχει φτάσει στην ακρώρεια της συλλογής και της
κατανόησης του κόσμου. Δώσαν υποστηρικτικά τα χέρια και πήραν τον κατήφορο.
Πίσω τους ο Μπάρος τραντάζονταν
συθέμελα από τον οργασμό της θύελλας.
-------
Σε αυτή τη δεύτερη ανάβαση στον
ψηλότερο ασφάλτινο δρόμο της χώρας είχα μαζί μου σύντροφο και συμπαραστάτη τον
Χαράλαμπο. Τον ευχαριστώ από καρδιάς.
Η διαδρομή στάθηκε η ακόλουθη: Γιάννενα – Μέτσοβο – Ανήλιο – Χαλίκι – Μπάρος – Ματσούκι – Χριστοί – Προσήλιο – Πετροβούνι – Γιάννενα.
Σκληρή, όπως της πρέπει.
Η ιστορία της πρώτης ανάβασης,
πέρυσι, εδώ:
https://iliotaxideftis.blogspot.com/2024/06/blog-post_24.html

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου