Μπάρος


"τίς γὰρ ταύτην ὁδὸν ἡγεμονεύσει;"

(Όμηρος, Οδύσσεια, ραψ. Κ, στιχ. 501)

(Απόδοση: γιατί ποιος θα μας καθοδηγήσει σε αυτόν τον δρόμο;)


Σαν ανεβεί για πρώτη φορά ο ποδηλάτης στον Μπάρο, άλλα περιμένει για να δει και άλλα βλέπει.

Σαν αφήσει πίσω του τα Πράμαντα και τους Χριστούς και φτάσει στον Καλαρίτικο, σαν πιάσει να ανηφορίσει τις απανωτές κλίσεις, τέσσερις – πέντε – δέκα, κάπου σχεδόν αμέτρητες, σαν αφήσει αριστερά του να περάσουν κατά σειρά οι Καλαρρύτες, οι ράχες του Προφήτη Ηλία και του Καλόγερου, σαν καβαλήσει την τελευταία ακρώρεια, εκεί θα αντικρύσει την κορυφή.

Μανούλα μου! θα πει. Κι η ψυχή του θα βουλιάξει. Πώς βουλιάζει βλαστάρι στο χώμα σαν το πατήσει ελέφαντας. Θα του κοπούν τα ήπατα και θα σκοτιστεί ο τόπος γύρω του.

Ο γιγάντιος φωτερός όγκος που, όταν τον αντίκρυζε από μακριά, φάνταζε στα μάτια του απέραντα μακρινός, χαμένος στα ύψη και στον ουρανό, ίδιος μαρμάρινος ώμος λευκού θεού, αυτός ο γιγάντιος φωτερός όγκος τινάζεται τώρα μπροστά στα μάτια του ζωντανός.

Ο Μπάρος σε ατενίζει με βλέμμα σκληρό και βλοσυρό, σαν αντίπαλος που ξέρει ότι είναι δέκα κι εκατό φορές πιο δυνατός από σένα και κοιτά να σε λυγίσει. Να σπείρει μέσα σου τον πανικό φόβο. Να σε κάνει να παραπατήσεις και να σου διπλωθούν τα γόνατα. Να καταρρεύσεις στη γη και να ικετέψεις κι εσύ μαζί με τον ποιητή:

- Έλεος, βουνέ! Δεν σε υποφέρω.

Σαν αντικρύσει για πρώτη φορά ο ποδηλάτης τον Μπάρο, αισθάνεται να θέλει να στηριχτεί συμπαγές στις πλάτες του όλο το βάρος της πέτρας και των χιλιάδων τόνων του βράχου.

Τότες θα ξεπεζέψει, θα σταθεί στην άκρη του περάσματος και θα βγάλει την αρχαία φωνή στην ερημιά αλλά δεν θα είναι κανείς να τον ακούσει:

- Θεοί! Πού θα βρω τούτη την ώρα τη δύναμη να αντέξω το βάρος; Άνθρωπος είμαι και μου ζητάτε το χρέος Άτλαντα. Πώς να το κατορθώσω; Που το βλέπω καθαρά ότι αν δεν κρατήσω το όρος στους ώμους μου δεν θα βρεθεί τρόπος να το ανεβώ και να πατήσω στην κορφή του.

Τότε είναι που συντριμμένος, με υγρό μάτι και με σφιγμένα δόντια, θα καβαλήσει ξανά και θα πιάσει να κατηφορίζει. Τον Μπάρο δεν τον νικάς. Είναι μονάχα που σε ανέχεται.

_____________

Η ανάβαση στον υψηλότερο ασφαλτοστρωμένο δρόμο της Ελλάδας στεκόταν από χρόνια ένα από τα απωθημένα μου στην ποδηλασία. Αλλά πολλοί λόγοι πάντα με κρατούσαν μακριά από το να επιχειρήσω να φτάσω εκεί.

Το χθεσινό μπρεβέ στα Τζουμέρκα, το οποίο προσωπικά θεωρώ ως το δυσκολότερο του φετινού προγράμματος, περιλάμβανε την ανάβαση του Μπάρου και μολονότι το πρώτο διάστημα που δημοσιοποιήθηκε το πρόγραμμα το είχα αφήσει χωρίς πολλά πολλά και ασυζητητί εκτός, τον τελευταίο καιρό η αίσθηση του απωθημένου έκανε την εμφάνισή της.

Τέσσερα χρόνια μετά τη σκληρή μέρα της πτώσης μου, που λίγο κόντεψε να μου ζητήσει να πληρώσω κάτι περισσότερο από το να εγκαταλείψω μια για πάντα την ποδηλασία, η συμμετοχή στο μπρεβέ των Τζουμέρκων με τα θηριώδη 5.500 υψομετρικά, σφράγισε όχι τη δική μου οριστική επιστροφή στα δύσκολα αλλά τη μόνιμη επιστροφή στον αγώνα ενός ανθρώπου που κάποτε βρέθηκε στο μηδέν αλλά, πες γιατί το ήθελε πολύ, πες γιατί άλλα ήταν γραμμένα γι’ αυτόν, διάλεξε και τράβηξε απ’ την αρχή το δρόμο και, μάλλον ή σχεδόν, τα κατάφερε.-

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η πιο αστεία και τραγελαφική ιστορία που έχω ακούσει σε brevet

Super Randonnee 600 West Epirus

Brevet Βουτσαρά 2025 "Φάνης Παππάς"