Τα Χριστούγεννα ενός ποιητή
«Μόναχο 25-12-‘70
Χριστούγεννα και τούτα. Εκτός από τους κατάδικους, όσοι δεν είναι δυο-δυο στο κελί, και τους μοναχούς, κείνους που δεν ζουν σε κοινόβια, αλλά σε σκήτες, και τους λιγοστούς, πού 'χουνε τη δική μου τρέλα, δεν θα τα πέρασε άλλος όπως εγώ. Ούτε μια καλημέρα, ούτε μια ευχή, ούτε ενός ανθρώπου μάτι και γέλιο.
Έχω ένα χοντρό κερί στο κηροπήγιο και μέρα νύχτα καίει.
Τράβηξα τις κουρτίνες να κλείσω το φως για να μην βλέπουν τα μάτια και κιοτέψει η ψυχή, κι όλες τις ώρες τραμπαλίζομαι στην καρέκλα μου, σκεπάζομαι από γαλάζιους καπνούς και κολυμπάω στον ποταμό της αμίλητης ύπαρξής μου. Μόνο τ’ αυτιά άφησα ασφάλιστα – σαν τον Οδυσσέα – για να φτάνει ως τη σπηλιά μου ο γιορτερός θόρυβος από το μακρυνό βάθος της πολιτείας. Κι έρχονται φευγαλέα μπροστά μου εικόνες από τα πλούσια Γόμμορα και την ακόλαστη Πομπηία, για να μου θυμίζουν τον ξεπεσμένο άνθρωπο, που όμως δεν επιτρέπεται να του φορτώσουμε την ενοχή.
Μόνο το μεσημέρι κουμπώθηκα ως το λαιμό και τράβηξα μια βόλτα στο μεγάλο κήπο της πόλης. Περπάτησα ώρα πολλή απάνου στα χιόνια, αγνάντεψα το ποταμάκι, τις πάπιες, τα περιστεράκια που κρυώνανε και μαλάκωσε λίγο η ψυχή και το παράπονο. Χιόνι… παγωνιά, πλούτος που σε χτυπάει στα μάτια.
Ύστερα ξαναγύρισα στηλώθηκα, σαν φάντασμα, πάλι μπροστά στη λαμπάδα και κυλάνε οι ώρες, είναι κι όλας έντεκα, απάνου στο καλτιρίμι της διαμαρτυρίας, που ποτέ δεν θα ζητήσει ανταμοιβή. Παρ’ όλα τούτα δεν θα πρέπει να λησμονήσω να σου πω ότι είμαι και κομμάτι χαρούμενος. Κάτι κατάλαβα από το θάμα της Άγιας νύχτας. Ίσως περισσότερα απ’ όσα πιστεύω.
Δικός σου
Δημήτρης»
______________________________
Επιστολή του Λιαντίνη στον αδερφό του από το Μόναχο της Γερμανίας τα Χριστούγεννα του 1970.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου