Ένα...random αλλόκοτο 600αρι
Τα τελευταία χρόνια συνηθίζω τέτοιες μέρες να κάνω πάντα μια μεγάλη ποδηλατική διαδρομή αφιερωμένη στη μνήμη τριών αγαπημένων προσώπων που, άγνωστο ποια μοίρα, επέλεξε να αφήσουν αυτόν τον κόσμο σε παραπλήσιες κοντινές ημερομηνίες. Πρόκειται για δύο συγγενικά πρόσωπα που έφυγαν τέλη Μάϊου και έναν αγαπημένο δάσκαλο που το πιστοποιητικό θανάτου του, λανθασμένα ή όχι, έγραψε 1 Ιουνίου 1998.
Στα πλάνα των ημερών ήταν οπωσδήποτε το brevet στον Όλυμπο που διοργάνωσε ο φίλος Στράτος, αν και βαθιά μέσα μου ήξερα τελικά ότι δεν θα μπορέσω να πάω. Για διάφορους λόγους. Εναλλακτική ήταν και το 600αρι brevet στο Νυδρί, αλλά και αυτό, για τους ίδιους λόγους, απομακρύνθηκε. Όπως και να ‘χει, είχε φτάσει Παρασκευή απόγευμα και ακόμα δεν είχα αποφασίσει τι θα κάνω. Ήξερα, ωστόσο, ότι οπωσδήποτε κάτι θα έκανα, αγνοούσα ωστόσο το τι ακριβώς.
Αποφάσισα να αφήσω να ξημερώσει το Σάββατο και να πάρω μια απόφαση. Όπως και έκανα. Η απόφαση ήταν απλή και λιτή: πάμε κι όπου βγει, σε ένα ταξίδι χωρίς προορισμό. Πάρε το ποδήλατο, φόρτωσε για παν ενδεχόμενο πράγματα για διήμερο ταξίδι και…καλό δρόμο. Η εκκίνηση ορίστηκε για την Κυριακή στις 6 το πρωί.
Χαράματα Κυριακής ήμουν στον δρόμο. Αλήτης, δηλαδή περιπλανώμενος χωρίς προορισμό, σύμφωνα με την έννοια της λέξης όπως μας την έδωσε ο Εμπεδοκλής ο Ακραγαντίνος κάπου εικοσιπέντε αιώνες πίσω. Το μόνο που έκανα ήταν να βαράω πετάλι, δεν με ενδιέφερε καν το πού πάω, πού θα φτάσω, πότε θα φτάσω και πού θα τη βγάλω. Μόνο μετά τα 100 πρώτα χιλιόμετρα ξεκίνησα σιγά σιγά να δημιουργώ κάποιες σκέψεις σχετικά με τον προορισμό. Αλλά κι αυτές πολύ συγκεχυμένες. Κάπου στο χιλιόμετρο 150 έφτασα σε ένα χωριό της Αιτωλοακαρνανίας, το Αγγελόκαστρο. Εκεί σταμάτησα για δυο λεπτά να πάρω μια κοκα κολα από ένα ανοιχτό μίνι μάρκετ και από το διπλανό καφενείο άκουσα να γίνεται λόγος για κάτι βαφτίσια που είχε πάει κάποιος στο χωριό Άγιοι Πάντες, πενήντα χιλιόμετρα από τη Ναύπακτο.
Στο σημείο εκείνο, με εύκολο και απλό τρόπο απαντήθηκε το ερώτημα: «Πού να πάω;». Αποφάσισα να φτάσω μέχρι τους Αγίους Πάντες. Ιδού μια ευκαιρία, σκέφτηκα, να ποδηλατήσω και πάλι μετά από πάρα πολλά χρόνια τη βόρεια πλευρά του Κορινθιακού. Πάνε τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνια από την τελευταία φορά που ταξίδεψα εκεί, θυμάμαι έναν άθλιο δρόμο με σχεδόν βομβαρδισμένο οδόστρωμα. Πάμε και βλέπουμε, λοιπόν. Στους Αγίους Πάντες. Όπως μας υπαγόρευσε αυτή η συμπαντική φωνή ενός άγνωστου ανθρώπου σε κάποιο καφενείο!
Συνέχισα το ταξίδι με αρκετά ευνοϊκό άνεμο που με έσπρωχνε προς τα νοτιοανατολικά. Ήξερα καλά μέσα μου ότι, αν αυτός ο αέρας συνεχιζόταν, παρόλο που προσωρινά μου ήταν τρομερά ευχάριστο, στην επιστροφή θα είχα σοβαρότατο πρόβλημα. Προχώρησα.
Έφτασα στη Ναύπακτο, πέρασα και μετά από λίγο μπήκα στον νομό Φωκίδας. Δεν θυμόμουν έτσι τον δρόμο, έχει αλλάξει προς το καλύτερο με καινούρια άσφαλτο σε πολλά σημεία. Ωστόσο, είχε αρκετή κίνηση με πολλές νταλίκες και αυτοκίνητα. Περνώντας κατά σειρά Μαραθιά, Τριζόνια, Τολοφώνα και Ερατεινή, έφτασα στους Αγίους Πάντες. Στον προορισμό που μου είχε υποδειχθεί, χωρίς εγώ να ρωτήσω, σε ένα καφενείο της Αιτωλοακαρνανίας! Σημαδιακό ή όχι για να τερματίσω εκεί το πρώτο μέρος του ταξιδιού και να πάρω τον δρόμο της επιστροφής, ήταν το γεγονός ότι ακριβώς μόλις έφτασα στην παραλία του χωριού το gps έγραψε ακριβώς 300 χιλιόμετρα.
Η ώρα ήταν 8 το βράδυ, ο ήλιος είχε αρχίσει να πέφτει αλλά ακόμα είχε πολύ φως. Ήταν πολύ νωρίς για διανυκτέρευση, αποφάσισα να συνεχίσω μέχρι να νυχτώσει για τα καλά. Τότε βασικά νομίζω ότι ήταν και η στιγμή που πήρα την απόφαση να βγάλω όλη τη διαδρομή ως randonneur μέσα στο χρονικό όριο των 40 ωρών που δίνεται στα 600αρια brevets.
Συνέχισα να ποδηλατώ επιστρέφοντας προς τα πίσω, προς Ναύπακτο. Μετάνιωσα που σταμάτησα σε ένα βενζινάδικο για να πάρω μια κοκα κολα. Αν και με τόνωσε πολύ, ο ιδιοκτήτης είχε τρομερή όρεξη για φαφλατάδικη κουβέντα και μάλλον κουράστηκα περισσότερο αυτά τα 5 λεπτά εκεί, παρά ξεκουράστηκα. Για την ιστορία, ήταν μεγάλο ταλέντο στο ποδόσφαιρο μικρός και θα έκανε μεγάλη καριέρα, αλλά είχε τραυματισμούς. Τελικά έκανε καριέρα ως οδηγός νταλίκας και μετά πήρε το βενζινάδικο από τον πατέρα του. Πολλές πληροφορίες για να τις επεξεργαστεί ο εγκέφαλός μου στην κατάσταση που βρισκόμουν!
Έφυγα άρον άρον από τον κουραστικό αυτόν άνθρωπο! Πού τη βρίσκουν κάποιοι την όρεξη για κουβέντα περί ανέμων και υδάτων με κάθε τυχαίο που συναντούν στον δρόμο τους, είναι απορίας άξιο!
Αποφάσισα να φτάσω τουλάχιστον ως τη Ναύπακτο και μετά να κυττάξω να βρω ένα μέρος να περάσω λίγες ώρες ύπνου. Εννοείται κάπου έξω. Στο μεταξύ η νύχτα έπεσε για τα καλά, φορέθηκε γιλέκο, άναψαν φώτα, ραντονέρικα πράγματα! Έφτασα στη Ναύπακτο και προχώρησα λίγο ακόμα. Είχα εντοπίσει από το μεσημέρι που πέρασα από εκεί μερικές οικοδομές στην παραλία, καθώς και μια εκκλησία στον Πλατανίτη. Έφτασα πρώτα στην εκκλησία, το μέρος μου φάνηκε άνετο και ασφαλές για μερικές ώρες ύπνου. Το παγκάκι, που θα ήταν το κρεβάτι μου, βρισκόταν ακριβώς κάτω από την κάμερα ασφαλείας που βιντεοσκοπούσε τον χώρο. Θα ήθελα να δω το βλέμμα του επιτρόπου ή του παπά που ίσως έβλεπαν το πλάνο live!!!
Υπόστρωμα στο παγκάκι, φουσκωτό μαξιλάρι, αλουμινοκουβέρτα. Ύπνος πολυτελείας για ψαγμένους! Ξάπλωσα στις 00.30 το βράδυ, έβαλα ξυπνητήρι για τις 4 το πρωί, αλλά ξύπνησα φρεσκαδούρα στις 2.30 μόνος μου. Το καινούριο μου υπόστρωμα είχε κάνει καταπληκτική δουλειά, το σκληρό ξύλινο παγκάκι με τα μεγάλα ενδιάμεσα κενά που ούτε να κάτσεις δεν μπορείς είχε μεταμορφωθεί σε ένα άνετο κρεβάτι. Μέσα σε δύο ώρες είχα προλάβει να κάνω τρομερή αποκατάσταση και ένιωθα σαν να μην είχα κάνει καθόλου ποδήλατο παρόλο που είχα ήδη 362 χιλιόμετρα στα πόδια μου. Αποφάσισα να σηκωθώ και να φύγω. Ήταν όλα πολύ καλά, το μοναδικό αρνητικό ήταν η κάπως έντονη φασαρία που υπήρχε στην περιοχή κυρίως από μηχανάκια ή δυνατές εξατμίσεις από αυτοκίνητα της ατίθασης νεολαίας.
Με το που καβάλησα και ξεκίνησα για να φύγω, μια δυνατή ριπή ανέμου μου έστειλε το πρώτο μήνυμα για το τι επρόκειτο να ακολουθήσει. «Διάολε», σκέφτηκα, «αν είναι να φυσάει κόντρα από τις 3 το πρωί, καταλαβαίνω πολύ καλά τι θα συμβεί μέχρι το τέλος».
Όπως και έγινε. Η επιστροφή ήταν δύσκολη με τον αέρα να είναι μονίμως κόντρα για 14 ώρες. Παρόλα αυτά, επιστρατεύοντας όλα τα αποθέματα ενέργειας (κυριολεκτικά, όμως) έφτασα στη βάση μου το απόγευμα, μετά από 35 ώρες.
«Μέσα στο όριο των randonneurs», γέλασα. Κι όπως αστειεύτηκα αργότερα σε έναν φίλο, το συγκεκριμένο ταξίδι ήταν ο ορισμός του «δεν έχω τι να κάνω, ας πάω για ένα 600αρι»!
Τα ταξίδια χωρίς προορισμό έχουν, τελικά, κι αυτά τον προορισμό τους.

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου