Μνημόσυνο
Τη στερνή ώρα που ο ήλιος παίρνει να ρίχνει τους ίσκιους στις πλαγιές είναι που βλέπω τη μορφή σου πάνω από τους λειμώνες και τα λιοστάσια. Στις Ρίγανες και στον Άη Δημήτρη. Τα κυπαρίσσια όρθια στον κάμπο μετρημένα είκοσι έξι. Όσα και τα χρόνια σου που γιόρτασες. Προτού να ρθει εκείνος ο σκληρός Μάης.
Ήταν ο Μάης που ήρθε με την απαλή βροχή να ποτίσει τις πρασινάδες και τους μπαξέδες. Και να κάνει τον πρώτο σπόρο στο τριφύλλι να πετάξει τον βλαστό. Το καλοκαίρι που θα ρχόταν με την ώρα του θα τανε καυτό στον κάμπο και στις αυλές. Αλλά δεν ήταν να το δεις. Στο κλείσιμο της πόρτας που έκαμε η άνοιξη πήρε κι εσένα. Παλιά μου φίλη.
Από σένα μένει τώρα μια λύπη στη μνήμη και μια ήσυχη νοσταλγία. Όμως αγέρωχη και σφριγηλή. Με απαλά βήματα σε βλέπω να γυρνάς στον λόγγο τραγουδώντας με τα άλλα κορίτσια του χωριού το πικρό και το χαρούμενο τραγούδι του έρωτα και του θανάτου. Είναι η φτώχια της προσμονής που δίνει βήμα στη σκληρή απουσία.
Ξύπνησα και δεν σε είδα, διάβηκες νωρίς
θα σου πει ο ευγενικός ποιητής που θα σε δει στη βρύση έφηβο κορίτσι να κουβαλάς νερό για να πλυθεί ο πατέρας.
Σε βλέπω στον ήλιο του απογεύματος και στην καταιγίδα της τροπόσφαιρας. Στην πρωινή δροσιά και στον καύσωνα που καίει το θέρος τον κάμπο του χωριού. Στο πικραμύγδαλο και στο πορτοκάλι. Και στην ψίχα του καρπού της καρυδιάς. Που τη φύτεψες και δεν τη γεύτηκες.
Σε βλέπω σε κείνη την ύστερη ώρα που η γερόντισσα στο προσκεφάλι σου φρύαζε
Σπλάχνο μου μη φεύγεις
Κι εσύ έκλεινες το βλέμμα στο σκοτάδι και στο τίποτα.
Σε κυττάζω που περνάς και πίσω σου σκορπίζονται οι βοριάδες κι οι νοτιάδες. Οι ζέφυροι και οι γαρμπήδες. Και μένω εγώ, πικρό πανί, στο πέλαγος της οδύνης σου. Είναι ο λυγμός της λύπης και της αγωνίας σου και η χρυσή πυξίδα της απελπισίας που πήρες και δεν ζήτησες στην κρύα άσπρη κάμαρη που μου γραφες τα γράμματα που δεν έλαβα ποτέ.
Σε κείνο το γλυκό ενύπνιο του Σεπτέμβρη, καθώς ανέμιζες τα κόκκινα μαλλιά σε κύτταξα και πληρώθηκα βαριά την ομορφιά σου. Με κύτταξες με τα κοφτά σου μάτια και μου δωκες τη λύτρωση την ώρα που είπες
- Ποτέ πια.
Τώρα, καθώς συλλογιέμαι την απουσία σου, στέκομαι στην πέτρα της αυλής σου και τραγουδώ κι εγώ ήσυχα και στυφά:
Τρεις αντρειωμένοι εβούλησαν να βγουν από τον Άδη.
Ένας τον Μάη θέλει να βγει, κι άλλος τον Αλωνάρη.
Κι ο Δήμος τ’ Αη Δημητριού, ν’ ανοίξει γιοματάρι.
Μια λυγερή τους χαιρετά, γυρεύει να την πάρουν
«Κόρη, βροντούν τ’ ασήμια σου, το φελλοκάλιγό σου
Και τα χρυσά γιορντάνια σου, θα μας ακούσει ο Χάρος.
28/5/87

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου