Η πιο αστεία και τραγελαφική ιστορία που έχω ακούσει σε brevet
Στο περσινό brevet της Λευκάδας, βρέθηκα κάποια στιγμή δίπλα δίπλα να ποδηλατώ με ένα παιδί, το όνομα του οποίου, δυστυχώς, δεν θυμάμαι όπως και δεν θυμάμαι και το από πού ήταν. Έχω την εντύπωση ότι ήταν από Αθήνα, αλλά δεν έχει σημασία. Αν τύχει και διαβάσει αυτή την ιστορία και θυμηθεί τη συνάντησή μας, ας στείλει ένα μήνυμα.
Κλασικά, ξεκινήσαμε την ψιλοκουβέντα για ποδηλασία, brevets, μακρινές αποστάσεις και οτιδήποτε παρόμοιο μπορούμε όλοι μας να φανταστούμε και έχουμε όλοι μας κάνει κατά καιρούς σε διάφορες τέτοιες περιστάσεις. Τότε μου διηγήθηκε μια απίστευτα αστεία ιστορία, ένα περιστατικό που με έκανε και γέλασα υπερβολικά πολύ και που πάντα μου φέρνει αυθόρμητο γέλιο κάθε φορά που το ανακαλώ στη μνήμη μου, ακόμα και αν είμαι εντελώς μόνος μου.
Μου διηγήθηκε, λοιπόν, το παλικάρι, ότι αρκετά παλιότερα, σε έναν Γύρο Κορινθιακού (ναι, αυτό το θηριώδες brevet των 400 χιλιομέτρων που νομίζεις ότι είναι 400 αλλά στην πραγματικότητα είναι 445 και σου «κόβει τη μαγκιά»), δύο ποδηλάτες κουρασμένοι και ταλαιπωρημένοι φτάνουν κάποια στιγμή στις Ερυθρές. Εκεί, αποφασίζουν να κάνουν μια μικρή στάση για ανεφοδιασμό σε ένα μίνι-μάρκετ που βρέθηκε στον δρόμο τους, να πάρουν τίποτα να φάνε, να ξεκουραστούν κάπως και να συνεχίσουν. Έχουν ήδη διανύσει σίγουρα 400 χιλιόμετρα, τους μένουν ακόμα 40-45 για τον τερματισμό.
Αφήνουν, λοιπόν, τα ποδήλατα στην άκρη και με την πείνα που τους διακατείχε (ω, ναι, το ξέρουμε όλοι αυτό το συναίσθημα που δεν το καταλαβαίνεις ακόμα κι αν δεν έχεις φάει τίποτα ολημερίς, αλλά ξαφνικά σε κάνει λύκο μόλις βρεθείς μπροστά σε ένα κατάστημα με φαγητό), κάνουν έφοδο στο μίνι-μάρκετ. Αγοράζουν αυτά που ήθελαν, βγαίνουν έξω και αράζουν ακριβώς δίπλα στην είσοδο του μαγαζιού για το καθιερωμένο μπρεβετάδικο γεύμα.
Ξαφνικά, ένα αυτοκίνητο φτάνει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και φρενάρει δυνατά μπροστά τους. Από αυτό κατεβαίνουν δύο άτομα με κουκούλες – καλσόν στο κεφάλι, βγάζουν πιστόλια και μπαίνουν προς το κατάστημα ουρλιάζοντας:
- ΟΛΟΙ ΚΑΤΩ!!!
Η στιγμή είναι ελαφρώς σουρεάλ. Ο ένας εκ των δύο ποδηλατών, με μάτι θολό, τον εγκέφαλο να υπολειτουργεί και με ένα κρουασάν μπουκωμένο στο στόμα, ίσα που προλαβαίνει να το καταπιεί και τότε γυρνάει προς τον έναν εκ των ληστών και με ύφος ανθρώπου που αδυνατεί να παρακολουθήσει τη σοβαρότητα της κατάστασης, λέει την αμίμητη ατάκα:
- Συγγνώμη, κι εμείς του μπρεβέ????
- ΟΛΟΙ!!!, ουρλιάζουν πάλι οι ένοπλοι και ορμάνε στο μαγαζί, κατευθείαν στο ταμείο.
Φαντάζομαι το ύφος των ποδηλατών εκείνη την ώρα και ακόμα και τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές με τη διήγηση του φίλου, κοντεύω να πέσω από την καρέκλα από τα γέλια. Τέλος πάντων, προχωράμε.
Εκείνη τη στιγμή, ένα ακόμα αυτοκίνητο σταματάει μπροστά από το κατάστημα. Από αυτό κατεβαίνει μια ανυποψίαστη κοπέλα που θέλει απλώς να μπει μέσα να ψωνίσει. Οι δύο ποδηλάτες παγωμένοι με τα μπισκότα και τις κοκα-κολες στα χέρια προσπαθούν με νοήματα, έχουν χάσει πια τη μιλιά τους, να την κάνουν να καταλάβει ότι δεν πρέπει να μπει μέσα.
Την ίδια ώρα, οι ληστές βγαίνουν και φωνάζουν πάλι:
- ΚΑΤΩ ΕΙΠΑΜΕ ΟΛΟΙ!!!
Mπαίνουν στο αυτοκίνητο με το οποίο είχαν έρθει και εξαφανίζονται.
Ευτυχώς, κανείς δεν έπαθε το παραμικρό και, αφού συνήλθαν από το σοκ, οι ποδηλάτες καβάλησαν ξανά και συνέχισαν τον δρόμο τους.
Είναι η πιο απίστευτη και ταυτόχρονα αστεία ιστορία που έχω ακούσει ποτέ σε brevet. Η ατάκα του ποδηλάτη «Συγγνώμη, κι εμείς του μπρεβέ;», με κάνει να σβήνω από τα γέλια κάθε φορά που τον φαντάζομαι να τη λέει!
Να είναι καλά εκεί που είναι οι φίλοι μας! Καλές πεταλιές!

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου