15-11-2020 Τέσσερα χρόνια μετά.
15-11-2020
ΜΙΑ ΜΕΡΑ (ΟΧΙ ΚΑΙ ΤΟΣΟ) ΣΑΝ ΤΙΣ
ΑΛΛΕΣ
ΤΕΣΣΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ
Η 15η Νοεμβρίου 2020 είναι
μια μέρα που οι περισσότεροι θα έχουν πλήρως ξεχάσει τι συνέβη ή τι έκαναν,
λίγοι θα θυμούνται ότι πρόκειται για την ημέρα που ανακοινώθηκε εκ τηλεοράσεως
το δεύτερο ολικό lockdown που επιβλήθηκε στη χώρα για την αντιμετώπιση του κορονοϊου (sic), εγώ ωστόσο θα τη
θυμάμαι για πάντα. Πρόκειται για την ημέρα που σε ένα τεράστιο ή ίσως και
απόλυτο βαθμό με καθόρισε όσον αφορά τη μετέπειτα πορεία μου και σχέση μου με
την ποδηλασία.
Όπως είχα αναφέρει σε παλαιότερη
ανάρτησή μου, η ενασχόλησή μου με την ποδηλασία υπήρξε σε έναν βαθμό εντατική
κατά την περίοδο 2008-2012. Όχι, βέβαια, αγωνιστικά, αλλά τουριστικά,
ταξιδιάρικα που λέμε. Μεγάλες και μικρότερες αποστάσεις με κάμποσες χιλιάδες
χιλιόμετρα ετησίως, αυτό που μπορούμε να ορίσουμε ως μια καλή έως αρκετά καλή
επαφή με το ποδήλατο. Στη συνέχεια, από το 2012 και για 8 συνεχόμενα χρόνια η
επαφή αυτή χάθηκε, ίσως τόσο απότομα όσο είχε ξεκινήσει. Συνεχείς μετακομίσεις
και μεταθέσεις σε διάφορες περιοχές της χώρας, οικογενειακές υποχρεώσεις,
έλλειψη χρόνου ή ίσως και επανάπαυση – αυτή η γλυκιά και εθιστική προσαρμογή
στον εύκολο τρόπο ζωής και στη ζώνη άνεσης – στάθηκαν οι αιτίες το ποδήλατο,
ένα GT
Aggressor που αγόρασα το 2011, να κάνει μόνο λίγες εκατοντάδες
χιλιόμετρα τον πρώτο χρόνο και στη συνέχεια να πιάσει θέση στην αποθήκη και να
περιμένει υπομονετικά μέσα στην υγρασία και τη σκόνη.
Το καλοκαίρι του 2020 θυμάμαι να
ανοίγω την αποθήκη για να βρω κάποια πράγματα και κάτω από χαλιά και διάφορα
άλλα υλικά είδα καταπλακωμένο το ποδήλατο. Με περίμενε εκεί για σχεδόν 8
χρόνια. Ταυτόχρονα, εκείνη τη στιγμή γύρισα και είδα και τον εαυτό μου. Ήμουν
κι εγώ καταπλακωμένος. Από πολλά παραπανίσια κιλά, από άθλια φυσική κατάσταση
με δύο πακέτα τσιγάρα στην τσέπη, οχτώ χρόνια κι εγώ απών από κάθε φυσική
δραστηριότητα. Το ποδήλατο κι εγώ ήμασταν ακριβώς στην ίδια κατάσταση, δεν
μπορούσαμε να πάρουμε τα πόδια μας. Το ξέθαψα και παρατήρησα τα λιωμένα και
ξεφούσκωτα λάστιχα φαγωμένα από την υγρασία ή και από ποντίκια, τις ζάντες και
την αλυσίδα καφέ από τη σκουριά, τη σέλα φθαρμένη και σκισμένη σε πολλά σημεία.
Μα κι εγώ κάπως έτσι ήμουν, φαγωμένος μέσα μου από την οξείδωση της καθιστικής
ζωής, με μπουκωμένα πνευμόνια και ελεεινή εξωτερική εικόνα. Άφησα το ποδήλατο
εκεί που ήταν, έκλεισα την αποθήκη και ανέβηκα στο σπίτι να μιλήσω σοβαρά με
τον εαυτό μου.
Η συζήτηση κράτησε ελάχιστα
λεπτά. Το απόγευμα το ποδήλατο ήταν σε τοπικό ποδηλατάδικο για γενική επισκευή
και σε μια-δυο μέρες που το πήρα βγήκα για την πρώτη βόλτα. Θυμάμαι ότι
ποδηλάτησα για 16 χιλιόμετρα και γύρισα σπίτι ψόφιος από την κούραση. Ήταν,
όμως, η αρχή. Τις επόμενες μέρες τα 16 χιλιόμετρα έγιναν 18, μετά 20, μετά 25
και μέσα στον μήνα έφτασα να κάνω κάπου 40. Άρχισα να νιώθω εντελώς καινούριος
άνθρωπος και να παίρνω πίσω μια ζωή που είχα αφήσει να σαπίζει για 8 χρόνια.
Σε μία από εκείνες τις πρώτες
βόλτες ήταν που είδα την δυτική πλευρά του Μιτσικελίου και σε χρόνο μηδέν η
σκέψη να την ανέβω και να φτάσω στην κορυφή έγινε άμεση απόφαση. Θα το έκανα,
θα ξαναγύριζα πίσω στη φυσική κατάσταση που ήμουν οχτώ χρόνια πριν και τίποτα
δεν θα με σταματούσε. Προφανώς δεν ήταν εύκολο, το ήξερα, για έναν άνθρωπο
ζωντανό-νεκρό επί οχταετία να ανέβει μια πλαγιά μήκους 7 χιλιομέτρων και 720
θετικών υψομετρικών. Ωστόσο, ήμουν βέβαιος ότι αν συνέχιζα καθημερινά να
ποδηλατώ όσο μπορούσα, σε σύντομο χρονικό διάστημα θα τα κατάφερνα.
Τρεις μήνες μετά την επιστροφή
μου στην ποδηλασία είχα απωλέσει 15 κιλά. Ποδηλατούσα καθημερινά και οι
αποστάσεις πια είχαν μεγαλώσει, ενώ πλέον είχα ξεκινήσει να βάζω στο πρόγραμμα
αρκετές ανηφόρες. Στόχευα στην κορυφή του όρους, είχα πάντα στο μυαλό μου να
στοχεύω στην κορυφή. Το έβλεπα ξεκάθαρα με τα μάτια μου ότι όσο ο στόχος είναι
η κορυφή, τόσο καλύτερος γίνομαι.
Τότε ήταν που ήρθε ο Νοέμβριος. Το
ξημέρωμα εκείνης της μέρας θυμάμαι να με βρίσκει στο παράθυρο να κοιτάζω έξω
τον καιρό. Οι προβλέψεις για μικρή πιθανότητα βροχής δεν έδειχναν να
επαληθεύονται, ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος και ένας όμορφος ήλιος είχε
ανατείλει και ζέσταινε, όσο μπορούσε να ζεστάνει Νοέμβρη μήνα, τον κόσμο μας.
Ήταν η μέρα που θα εκπλήρωνα τη μεγάλη μου σκέψη και απόφαση. Θα ανέβαινα στη
δυτική κορυφή του Μιτσικελίου που, επηρεασμένος από τον μεγάλο Νίτσε που κάποτε
είχε κάνει τη δική του ανάβαση, την είχα ονομάσει Εγκαντίν. Εκείνη τη μέρα,
λοιπόν, 15 Νοεμβρίου 2020, θα ανέβαινα κι εγώ στη δική μου Εγκαντίν.
Πήρα το ποδήλατο κι έφυγα από το
σπίτι γύρω στις 10 το πρωί. Έφτασα στη βάση της ανάβασης και πήρα σιγά σιγά την
ανηφόρα. Μέσα μου έβραζα, ένιωθα τα πόδια μου να καίνε κυριολεκτικά σε κάθε
πεταλιά καθώς πατούσα σε κλίσεις σταθερά διψήφιες (στα πρώτα 50 μέτρα η κλίση
αγγίζει το 20% στο συγκεκριμένο σημείο) ενώ το μανιώδες κάπνισμα που έκανα επί
χρόνια με οδηγούσε στο να κοντεύω να βγάλω κυριολεκτικά τα πνευμόνια μου από
τον βήχα και τα φλέγματα. Ο ιδρώτας έτρεχε βαθύ ποτάμι και μέσα στα πρώτα 3
χιλιόμετρα είχα ήδη τελειώσει το πρώτο μου μπουκάλι νερού. Σκέψη να τα
παρατήσω, καμία. Ούτε κατά διάνοια. Επί τρεις μήνες ποδηλατούσα στον κάμπο της
γύρω περιοχής και ατένιζα την κορυφή, τώρα είχε έρθει η ώρα να την κατακτήσω.
Τα 7 χιλιόμετρα της ανάβασης
κράτησαν 2 ώρες. Κάποια στιγμή με προσπέρασε ένα κόκκινο αυτοκίνητο με ένα
ζευγάρι και έναν μικρό σκύλο που κρεμόταν έξω από το παράθυρο, οι οποίοι με
χαιρέτησαν και αστειευτήκαμε μεταξύ μας όταν μου είπαν να με τραβήξουν με το
αυτοκίνητο με σκοινί μέχρι την κορυφή. Ανέβαιναν για βόλτα στο βουνό και άκουσα
το όχημα να αγκομαχά με πρώτη ταχύτητα να βγάλει την ανηφόρα. Συνέχισα. Το
συναίσθημα που με κυρίεψε όταν έφτασα επιτέλους στο τέρμα και πάτησα τον αυχένα
του βουνού ήταν από εκείνα τα συναισθήματα της άγριας χαράς και της τρελής
οργής που μπορούν να τα νιώσουν και να τα καταλάβουν καλά όσοι έχουν κάνει κι
έχουν βιώσει κάτι ανάλογο. Θυμάμαι να έχω κατέβει από το ποδήλατο, τα πόδια μου
να τρέμουν, να μην μπορώ καν να σταθώ όρθιος και με μάτια κόκκινα από το δάκρυ
και την αδρεναλίνη να κρατιέμαι σφιχτά από έναν βράχο και να προσπαθώ να
εννοήσω ότι τα έχω καταφέρει.
Αφού συνήλθα μετά από κάμποση
ώρα, ξεκίνησα να πάρω τον δρόμο της επιστροφής. Φόρεσα ένα χοντρό μπουφάν για
την κατάβαση κι έπιασα να κατηφορίζω συγκρατημένα και γεμάτος δύναμη και
αυτοπεποίθηση. Τίποτα δεν θα με σταματούσε από το να ξαναγίνω αυτός που κάποτε
υπήρξα. Τίποτα.
Στα μισά της κατάβασης υπάρχουν
τέσσερις συνεχόμενες πολύ κλειστές φουρκέτες με έντονη κλίση άνω του 10% που
έκαναν τα φρένα και τα χέρια μου να υποφέρουν. Θυμάμαι να λέω στον εαυτό μου
ότι πρέπει να δείξω προσοχή στο σημείο αυτό, πράγμα που έκανα. Όλα πήγαιναν
άψογα, βγήκα από τις τρεις πρώτες φουρκέτες και στην έξοδο της τέταρτης, εκεί
που ο δρόμος ίσιωνε, κατηφορικά βέβαια, ήρθε η σκληρή ώρα.
Από διπλανό χωματόδρομο, είχαν
φύγει μέσα στην άσφαλτο πολλά χαλίκια. Εγώ ήμουν όρθιος, τα χέρια μου είχαν
γίνει πέτρα από το συνεχές σφίξιμο των φρένων, και μόλις βγήκα από τις στροφές
άφησα τα φρένα και το ποδήλατο πήρε άμεσα μια τόσο εξωπραγματική επιτάχυνση
λόγω της κλίσης που, ένα δευτερόλεπτο μετά που συνειδητοποίησα ότι βγαίνω εκτός
πορείας, ήταν αδύνατο να μειώσω έστω ταχύτητα και να το επαναφέρω. Θυμάμαι τον
φρικτό ήχο του πίσω τροχού να σέρνεται στην άσφαλτο που ήταν γεμάτη χαλίκια κι
εμένα να κάνω – κυριολεκτικά – βουτιά εκτός δρόμου πάνω σε βράχο.
Ακολούθησαν αρκετά λεπτά
αμνησίας. Από το βάθος του μυαλού μου φέρνω την ανάμνηση να τηλεφωνώ στη
γυναίκα μου αλλά να αδυνατώ να της δώσω να καταλάβει πού ακριβώς βρισκόμουν
καθώς καταλάβαινα ότι σβήνω σταδιακά και η λιποθυμία ή δεν ξέρω και τι άλλο ήταν
προ των πυλών. Επίσης από το βάθος του μυαλού μου, φέρνω σαν σε όνειρο την
ανάμνηση με το κόκκινο αυτοκίνητο με το ζευγάρι και τον σκύλο να με συναντούν
και πάλι κατεβαίνοντας από τη βόλτα τους και να συνεννοούνται αυτοί με το
ασθενοφόρο και με τη γυναίκα μου.
Η μνήμη μου επανέρχεται από το
νοσοκομείο και μετά. Στον διάδρομο στα Επείγοντα, στις διαγνώσεις για
συντριπτικά κατάγματα σε αγκώνες και κλείδες, στα δεκατέσσερα ράμματα στο
κεφάλι και στα δύο τεράστια παράλληλα σκισίματα που ξεκινούσαν από το δεξιό ισχίο
και έφταναν μέχρι το γόνατο. Ακολούθησαν τρεις δύσκολοι μήνες στους οποίους
βίωσα για τα καλά την υπαρκτή αλήθεια για το ανύπαρκτο σύστημα υγείας μας. Και
για τους ανθρώπους του. Τους ήρωες με τις πράσινες ρόμπες (ήταν και της μόδας η
έκφραση τότε) αλλά και τους άλλους. Που ήταν σκέτο ρόμπες. Ή και τρόμπες. Τους
γνώρισα και τους είδα όλους. Αυτούς που αδιαφόρησαν πλήρως και κόντεψαν να με
στείλουν αδιάβαστο καθώς ανέβαλαν συνεχώς το χειρουργείο στον διαλυμένο
αριστερό μου αγκώνα (η καθυστέρηση για σχεδόν έναν μήνα δημιούργησε θρόμβωση
που παραλίγο να με σκοτώσει – για φαντάσου, στην Ελλάδα μπορεί και να πεθάνεις
από σπασμένο χέρι). Αλλά και τους άλλους, κάποιους υπέροχους γιατρούς που
παραβίασαν πρωτόκολλα για να διορθώσουν το σφάλμα των πρώτων και να με σώσουν.
Τρεις μήνες μετά, ένα πρωινό στα
τέλη Φεβρουαρίου του 2021, σηκώθηκα από το κρεβάτι για πρώτη φορά χωρίς σοβαρά
προβλήματα. Κατέβηκα και πήρα το ποδήλατο. Έκανα μόλις 10 χιλιόμετρα και γύρισα
με έντονους πόνους στα σημεία των τραυματισμών. Ήμουν χαρούμενος αλλά με μια
γλυκόπικρη γεύση. Είχα επιστρέψει και πάλι στο σημείο μηδέν και έπρεπε να
ξεκινήσω από την αρχή. Θα τα κατάφερνα ξανά, ήμουν σίγουρος γι’ αυτό. Και
ξέρετε γιατί; Αν με κράτησε κάτι και δεν διαλύθηκα τελείως μετά από αυτό που
συνέβη, είναι γιατί κάθε πρωί που ξυπνούσα έβγαινα στο μπαλκόνι. Κύτταζα
απέναντι στο Μιτσικέλι, έβλεπα την κορυφή και, άλλοτε με κρυφό δάκρυ, άλλοτε
όχι, έλεγα με σιγουριά:
«Θα ξανάρθω».
Δύο εβδομάδες μετά το γεγονός,
ανεβήκαμε με τη γυναίκα μου με το αυτοκίνητο στο σημείο για αυτοψία. Προς
μεγάλη μου έκπληξη, το σημάδι από το φρενάρισμα είχε μείνει στο δρόμο. Μπροστά δεξιά είναι τα
βράχια πάνω στα οποία προσγειώθηκα.
Με το ποδήλατο ανέβηκα στην
κορυφή και πάλι μετά από τέσσερις μήνες. Το σημάδι από το φρενάρισμα είχε πια
σβήσει, αλλά με συγκίνηση βρήκα μέσα στις πέτρες και στα αγκάθια το μπουκάλι με
το νερό που είχα μαζί μου εκείνη την ημέρα. Το άφησα εκεί μάρτυρα του σκληρού
συμβάντος. Τέσσερα χρόνια μετά, το μπουκάλι είναι ακόμα εκεί.
Να πιστεύετε στον εαυτό σας και στις
δυνάμεις σας. Έχετε σίγουρα πολύ περισσότερες από όσες φαντάζεστε. Βλέπω καμιά
φορά στον δρόμο μερικούς «χοντρούληδες» και μερικές «χοντρούλες» που τρέχουν.
Τους θαυμάζω υπερβολικά. Ίσως περισσότερο από όσο θαυμάζω κάποιους φτασμένους
αθλητές. Γιατί; Γιατί έχουν διπλάσιο και τριπλάσιο αγώνα μπροστά τους σε σχέση
με αυτούς. Και συν τοις άλλοις έχουν αντίπαλο και τον κοινωνικό ρατσισμό. Κι,
όμως, έκαναν το πρώτο βήμα. Κι αν δεν κάνεις το πρώτο βήμα, είναι βέβαιο ότι
δεν θα φτάσεις ποτέ σε καμία κορυφή.-



Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου