Παγκόσμια Ημέρα Ποδηλάτου: Μια παλιά ιστορία νοσταλγίας
Μέχρι και το καλοκαίρι του 2009 η σχέση μου με το ποδήλατο ήταν απλώς και μόνο εκείνη των παιδικών μου χρόνων όταν με ένα ΒΜΧ αλώνιζα στις γειτονιές του χωριού μου. Αυτό κράτησε όσο κράτησε και η εποχή της αθωότητας, μέχρι τα δέκα μου περίπου. Τότε μετακομίσαμε σε μεγάλη πόλη και το ΒΜΧ έμεινε στο χωριό και χάθηκε κάπου ανάμεσα σε άλλα παλιοσίδερα, οικοδομικά υλικά και αποθήκες μαζί με όλες τις υπόλοιπες μνήμες και εικόνες που σιγά σιγά ξεθώριασαν και έσβησαν.
Ποδήλατο δεν απέκτησα ξανά από τότε. Μεγαλούπολη, άγριες καταστάσεις στους δρόμους, σχολεία, γυμνάσιο, λύκειο, πανεπιστήμιο. Τυπική αστική ζωή ενός εφήβου με αναζητήσεις, σοβαρές ή και όχι, αλλά πάντως τυπική αστική ζωή.
Το 2008 διορίστηκα δάσκαλος σε ένα χωριό της Πελοποννήσου. Το μέρος ήταν παραθαλάσσιο, όμορφο με λίγη κίνηση και χαμηλούς ρυθμούς ζωής. Η μοναξιά σιγά σιγά άρχισε να ανεβάζει τον δείκτη στο δικό της στροφόμετρο και η έλλειψη εξωτερικών ερεθισμάτων είχε ξεκινήσει να ενοχλεί.
Τότε ήταν που κάτι μέσα μου άρχισε να μου ξαναγεννά μια παλιά και όμορφη νοσταλγική εικόνα ενός παιδιού με ποδήλατο που γύριζε τους δρόμους του χωριού του κι ένιωθε πως ταξιδεύει στον κόσμο με δύο ρόδες. Η εικόνα ήταν στην αρχή ασπρόμαυρη και άηχη, σαν κι εκείνες τις πρώτες ταινίες του βουβού σινεμά που οι άνθρωποι κινούνταν κι έτρεχαν περισσότερο από όσο στην πραγματικότητα. Ωστόσο, μέσα σε λίγες μέρες, η εικόνα βελτιώθηκε. Απέκτησε χρώμα και ήχο και εμφανίστηκε ένα πρωί ή ένα απόγευμα, δεν θυμάμαι καλά, τόσο ζωντανή και κρυστάλλινη που η απόφαση ήρθε όχι ξαφνικά αλλά αβίαστα.
«Θα πάω να αγοράσω ένα ποδήλατο», είπα στον εαυτό μου και λίγες ώρες μετά ήμουν μέσα σε ένα ποδηλατάδικο μιας κοντινής κωμόπολης.
Το τι θα αγόραζα μου ήταν παντελώς άγνωστο έως και αδιάφορο. Απλώς δεν είχα ιδέα από τα είδη ποδηλάτων. Δεν ήξερα ούτε τι πάει να πει κούρσα, ούτε mountain bike, ούτε ταχύτητες, ούτε ντεραγιέ, ούτε τίποτα. Βρήκα ένα Beretta σε μαύρο χρώμα, με μπρος-πίσω ανάρτηση, «μια χαρά θα κάνεις τη δουλειά σου», μου είπε ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού, έδωσα 150 ευρώ και το αγόρασα. Ο κόσμος ανοιγόταν πλέον διαφορετικός μπροστά μου.
Τους επόμενους μήνες γύριζα στην ευρύτερη περιοχή κάνοντας τοπικές διαδρομές στους γύρω λόφους και στις παραλίες μέχρι που η σχολική χρονιά τελείωσε και το καλοκαίρι ήρθε. Μαζί με τον Ιούνιο, όμως, με τα τζιτζίκια και τη ζέστη είχε έρθει στο μυαλό μου και μια τρελή ιδέα. Μια ιδέα τόσο απρόσμενη κι αλλόκοτη που στις πρώτες της στιγμές την έδιωξα με ένα φευγαλέο και ίσως ειρωνικό χαμόγελο, αλλά αυτές οι στιγμές δεν κράτησαν πολύ. Η ιδέα είχε έρθει για να μείνει και να υλοποιηθεί. Να κάνω τον γύρο της Πελοποννήσου.
Την επόμενη μέρα το εκμυστηρεύτηκα σε έναν φίλο μου, ο οποίος έκανε κι αυτός όπως εγώ παντελώς ερασιτεχνική ποδηλασία και είχε ένα ποδήλατο ίσως χειρότερο από το δικό μου. Με πλήρη άγνοια κινδύνου αμφότεροι συμφωνήσαμε να το επιχειρήσουμε. Με την ίδια πλήρη άγνοια κινδύνου ξεκινήσαμε ένα πρωί να πεταλάρουμε προς το άγνωστο με βάρκα την ελπίδα.
Για οργάνωση ταξιδιού, φυσικά, ούτε λόγος. Πέραν ενός σακιδίου πλάτης που μέσα είχα έναν χάρτη της Ελλάδας για να ξέρω προς τα που πηγαίνω (εποχές που το gps σε κινητά έμοιαζε μάλλον με σενάριο επιστημονικής φαντασίας) και κανα δυο ρούχα, δεν είχαμε μαζί μας το παραμικρό. Ούτε καν σαμπρέλες, τρόμπα κι εργαλεία. Τι να τα κάναμε, άλλωστε, αφού δεν γνωρίζαμε πώς να αλλάξουμε λάστιχο!
Το ταξίδι για τον φίλο μου κράτησε δύο μέρες. Κατά την ανάβαση Ταυγέτου,
«κάπου μεταξύ Πύλου και Σπάρτης»,
όπως λέει ο ποιητής, ο καλός μου φίλος αποφάσισε ότι αυτά τα πράγματα απλώς δεν γίνονται και θα σταματούσε. Δεν είχε κι άδικο, ήταν μια λογική απόφαση. Πήρε κάποιον δικό του τηλέφωνο και ήρθε και τον μάζεψε, αλλά εγώ συνέχισα. Η φυγή του συμποδηλάτη μου νομίζω ότι λειτούργησε μάλλον θετικά για μένα, γιατί πλέον είχα να κάνω μόνο με τον εαυτό μου και η αρχική μου απόφαση να κάνω το μεγάλο ταξίδι, τώρα μετασχηματίστηκε σε πείσμα. Θα το έκανα.
Οι μέρες περνούσαν μέσα σε άγριες συνθήκες με πολύ ζέστη και ζόρικες ανηφόρες στην ανατολική Πελοπόννησο, αλλά κάθε περιοχή που περνούσα μου έμοιαζε φιλική, προσιτή και φιλόξενη. Σαν να είχα ξαναπεράσει από τα μέρη αυτά μου φαινόταν, ίσως στα παιδικά μου όνειρα που ποδηλατούσα στο χωριό και φανταζόμουν να γυρίζω τον κόσμο. Πιθανόν τα συναισθήματα μέσα μου να ήταν αυτά που την έκαναν να μοιάζει έτσι. Ποιος ξέρει.
23 μέρες κράτησε το ταξίδι. Το πρωτόγονο κοντεράκι που είχα στο τιμόνι μου έγραψε ακριβώς 1.000 χιλιόμετρα λίγα μέτρα πριν φτάσω στο σπίτι που έμενα. Για την ακρίβεια 999 αλλά αποφάσισα να κάνω έναν μικρό κύκλο στους γύρω δρόμους για να φτάσω ακριβώς 1.000!
Χρόνια αργότερα, με μια κάποια εμπειρία στις μακρινές αποστάσεις και με καλό πλέον εξοπλισμό αλλά και ποδήλατο στη διάθεσή μου, θυμάμαι και σκέφτομαι το τι έκανα και το μέσα μου διχάζεται ανάμεσα στο συναίσθημα της νοσταλγίας από τη μία, και του προβληματισμού και ίσως της ανακούφισης από την άλλη.
Από τότε έχω κάνει χιλιάδες χιλιόμετρα αλλά εκείνα τα χίλια στάθηκαν και θα στέκονται για πάντα κάτι το ξεχωριστό. Ίσως επειδή προφανώς θα ξανάκανα τον γύρο της Πελοποννήσου ή ίσως και της Ελλάδας ολόκληρης, αλλά όχι με ένα ψευτοποδήλατο των 150 ευρώ με διπλή ανάρτηση, χωρίς καν κράνος και εξοπλισμό και χωρίς πλοήγηση. Οι εποχές της αγνότητας και της πλήρους άγνοιας κινδύνου έχουν περάσει ολοκληρωτικά και μαζί τους, τι δυστυχία, πήραν κι εμάς.
ΥΓ. Απο εκείνο το ταξίδι δεν έχω παρά δυο φωτογραφίες που της τράβηξα με εκείνο το αρχαίο μου κινητό με την κάμερα των ελάχιστων megapixel. Μία στην παραλία του Κατάκολου στην Ηλεία και μία στο τέλος όπου φωτογράφισα το κοντεράκι που γράφει 1.000 χιλιόμετρα. Οι υπόλοιπες εικόνες και βίντεο τραβήχτηκαν με την κάμερα του μυαλού μου και βρίσκονται αποθηκευμένα μόνο στον εσωτερικό σκληρό δίσκο της ψυχής μου.
Fun fact: δεν με έπιασε ποτέ λάστιχο! Άγνωστο τι θα συνέβαινε αν με έπιανε στη μέση του πουθενά. Αλλά αυτό το σκέφτηκα πολύ αργότερα, στις 23 μέρες δεν μου πέρασε ούτε στιγμή από το μυαλό μου αυτό το ενδεχόμενο!

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου