Ο φόβος του θανάτου στους έλληνες

 


Ο ελληνικός κόσμος στάθηκε ένας κόσμος μελαγχολικός και θλιμμένος. Σε κανέναν άλλον λαό και ποτέ άλλοτε η μελέτη και η εντρύφηση στα μεγάλα προβλήματα της ύπαρξης (κόσμος, ζωή, άνθρωπος) δεν οδήγησε σε τόση πικρία και σε τέτοιο καημό. Οποιαδήποτε άλλη θεωρία που μιλά για το κακό και το σκότος, για την άρνηση, τη ματαιότητα και τον παραλογισμό, μ’ έναν λόγο για τη φρίκη του μεγάλου μηδενός, εάν συγκριθεί με την αντίστοιχη γνώση των ελλήνων μοιάζει με ανήσυχη γάτα μπροστά σε μαινόμενη τίγρη. Παρά ταύτα, αυτό το δεύτερο πρόσωπό τους οι έλληνες το έκρυψαν με επιμέλεια. Θα έλεγε κανείς ότι όλη η μέριμνα, καθώς αγωνίζονταν, για να εκφραστούν, είχε συγκεντρωθεί σε αυτό το σημείο, να κρύψουν το δεύτερο πρόσωπο. Και αυτό είναι το ασύγκριτο μυστικό που δημιούργησε την αμίμητη τέχνη τους. Κάθε εκφραστική τους μορφή, το αγγείο, το άγαλμα, η κολόνα, ο ομηρικός εξάμετρος, το δίστιχο ελεγείο, η τραγική χειρονομία, ο στρατηγός δημηγορών, ο πλατωνικός έφηβος είναι και μια βίβλος κυριαρχίας. Έτσι, ενώ η εκφραστική τους ανάγκη πήγασε από μια άβυσσο ταραχής, το μορφικό φανέρωμα ηρέμησε σε μια βασιλεία γαλήνης. 


Οι έλληνες δεν απέκρυψαν το φρικαλέο της ζωής για να το αγνοήσουν. Εάν δεν μαρτύρησαν ό,τι γνώρισαν και είδαν, το έπραξαν γιατί δεν ανέχθηκαν ούτε να συγχωρήσουν το κακό, ούτε να ξεγελάσουν τον εαυτό τους. Οι έλληνες δεν υπήρξαν ούτε απατεώνες, ούτε απατημένοι. Νικήθηκαν από τον εχθρό, αλλά είχαν πρώτα νικήσει τον εαυτό τους. Την ώρα του θριάμβου ο νικητής δεν αντίκρυσε τη συντριβή του ηττημένοι, αλλά την περιφρόνηση του αντιπάλου. Αντί για τη βάρβαρη χαρά που περίμενε, δοκίμασε απογοήτευση. Απογοήτευση και ντροπή. Έτσι ο ηττημένος επικράτησε και ο νικητής επικράνθη. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Όμηρος άφησε έξω από την Ιλιάδα τη διήγηση του θανάτου του Αχιλλέα. Μια τέτοια παράλειψη από την άποψη της δραματικής οικονομίας του έπους και, εφόσον, ο Αχιλλέας είναι η κεντρική ηρωική μορφή, θα ήταν σφάλμα που μόνο του παιδιού η μωρία θα μπορούσε να δικαιολογήσει. Αλλά το πρωταρχικό για τον ποιητή δεν ήταν να διηγηθεί πώς ο Αχιλλέας πεθαίνει, πώς τον νίκησε ο θάνατος. Εκείνο που βιαζόταν να ιστορήσει ο Όμηρος είναι το πώς ο ίδιος ο ήρωας νικά τον εαυτό του, πώς υψώνεται ως την κατάφαση του θανάτου και κατανικά την ανάγκη του κακού:

«κῆρα δ᾽ ἐγὼ τότε δέξομαι»

Η περιγραφή του θανάτου του Αχιλλέα στη μάχη θα ήταν ποίηση χωρίς Λόγο.


Ο τρόπος με τον οποίο οι έλληνες απέκρυψαν το δεύτερο πρόσωπο δεν ήταν μυστικοπαθής, αλλά αποκαλυπτικός. Δηλώνει πως φανέρωσαν το πρόσωπο αυτό νικημένο από την κυριαρχία τους. Είναι ο τρόπος της καλυμμένης φανέρωσης. Την αγωνία και τον τρόμο τους από την κάρπωση της αλήθειας δεν έφεραν ποτέ στην επιφάνεια ασυγκάλυπτα και γυμνά. Τα τέρατα που δεν γνώρισε η τέχνη τους ήταν ανάγκη να τα κρύψουν μέσα τους. Και καθώς αυτά κατέτρωγαν τα σπλάγχνα τους, εκείνοι όφειλαν τη σπαρακτική τους κραυγή να την κάνουν φωνή, μουσική, τραγούδι για να γοητεύουν και να κοιμίζουν τα τέρατα. Γιατί αλίμονο εάν το θηρίο ανέβαινε στην επιφάνεια. Εάν για μια στιγμή ξέφευγε από τους ασκούς ο φονικός τυφώνας του Αιόλου. Εάν αντίκρυζαν στο πρόσωπο την κεφαλή της Μέδουσας. Στους Δελφούς ο μαντικός Λόγος του Απόλλωνα πηδά και κελαρύζει πάνω ακριβώς από τα αίματα και τη σήψη του τέρατος. Η Πυθία συμβολίζει το μαγικό φερέφωνο του θεού, αλλά διασώζει και την ονομαστική μνήμη του Πύθωνα. Του θηρίου που δεν σκότωσε ο Απόλλων, αλλά που συνεχώς νάρκωνε και νέκρωνε ο μεγάλος πόνος του ανθρώπου, αφού μπόρεσε να γίνει μουσική. Αυτή η αιτία ερμηνεύει το γιατί η Ελλάδα ήταν η χώρα των μαντείων και των χρησμωδών. Και γιατί οι χρησμοί και οι μαντείες ήταν ο ακατανόητος Λόγος των νοημάτων. Οι έλληνες απέκρυψαν το δεύτερο πρόσωπο, όπως η φύση αγαπά να κρύπτει τον εαυτό της. Ο Λόγος τους ήταν σημείο. Ούτε φανέρωση (το Είναι), ούτε απόκρυψη (το μη-Είναι). Εάν οι δύο αρχές του κόσμου είναι το Είναι και το μη-Είναι, ο Λόγος των ελλήνων οντοποιεί το ανθρώπινο σύμπαν με όλες τις ιδιότητες, τα γνωρίσματα και τα σύνδρομα του κοσμικού σύμπαντος.


Πόσο δύσκολο ήταν να πετύχουν αυτή την κυριαρχία οι έλληνες, εκείνοι μόνο το γνώριζαν. Κι εκείνοι μόνο γνώριζαν σε όλο το βάθος την αξία του άθλου τους. Γι’ αυτό τόλμησαν να δώσουν στον κόσμο όχι την απλή επίφαση, αλλά το κυριολεκτικό νόημα του κόσμου των θεών. Η αρμονία και η μακαριστή τάξη του Ολύμπου κατέβηκε στη χώρα των θνητών. Ο θεός μπήκε στο εργαστήρι του γλύπτη και ο αοιδός ανέβηκε στα συμπόσια των αθανάτων. Ο ανθρώπινος βίος έγινε «φανός» και τα εφιαλτικά στοιχειά ημέρωσαν σε «ολόκληρα, απλά, ατρεμή και ευδαίμονα φάσματα», όπως γράφει ο Πλάτωνας στον Φαίδρο.


Την εμμονή τους να αποκρύψουν το πρόσωπο με τη φοβερή όψη, οι έλληνες την ανύψωσαν σε απόλυτη προστατική και την τήρησαν με την αγρυπνία των Εστιάδων. Όσοι ποιητές – με την έννοια του καλλιτεχνικού δημιουργού – παρέβησαν αυτόν τον υπέρτατο νόμο, τιμωρήθηκαν με την έσχατη κρίση. Τους καταδίκασαν στη λήθη, που δεν λησμονεί. Γι’ αυτό δεν επέζησαν, δεν τους ξέρουμε και ούτε θα τους γνωρίσουμε ποτέ. Υποπτευόμαστε, όμως, το μέτρο του κολασμού από την τιμωρία που επέβαλαν στον μεγαλύτερο ποιητή τους, τον Όμηρο. Τον Όμηρο που, για να δώσει το μέγεθος της πατριαρχικής του σκιάς στους έλληνες, ο ζωγράφος Γαλάτων χαρακτήριζε τα έργα όλων των ελλήνων ποιητών ως απλά αναχωνέματα, από όσα μπόρεσαν να φάνε του Ομήρου «εμημεσμένα». Στον αγώνα μεταξύ Ομήρου και Ησιόδου έλαβε μόλις τα δευτερεία και πρώτο ποιητή τους οι έλληνες ψήφισαν τον Ησίοδο. Αιτία στάθηκε η απάντηση που έδωσε στους ελλανοδίκες, η οποία ήταν αυτονόητο ότι περιέκλεινε το summarium της σοφίας του. Οι κριτές ρώτησαν:

«Πες μας ποιο είναι το καλύτερο πράγμα που μπορεί να συμβεί στους θνητούς;»

«Ειπ’ άγε μοι πάμπρωτα τι φέρτατον

‘εστι βροτοίσιν;»

σε τούτο το άλυτο αίνιγμα, στο ερώτημα των ερωτημάτων, ο Όμηρος, ο γιος του Μέλητου με τη θεϊκή καταγωγή και τη θεϊκή γνώση αποκρίθηκε:

«Το άριστο είναι ο άνθρωπος να μη γεννηθεί ποτέ, το δεύτερο καλύτερο είναι, αφού γεννηθεί, αμέσως να πεθάνει»

«αρχήν μεν μη φύναι επιχθονίοισιν άριστον, φύντα δ όμως ώκιστα πύλας Αιδαο περήσαι»


Δικαίωμα για τέτοια κρίση είχε μόνο πρώτος πλάστης του ολυμπιακού κόσμου των ελλήνων. Και η κρίση αυτή έχει το νόημα μιας αποκαλυμμένης παλινωδίας του Ομήρου στο ερώτημα περί του όντος. Εάν η παλινωδία του Στησίχορου για τον Ελένη του ξαναχάρισε το φως, η παλινωδία του Ομήρου στο ερώτημα περί του όντος τον άφησε τυφλό, αλλά άνοιξε τα δικά μας μάτια. Η τιμωρία του ήταν η ευεργεσία μας. Με τον Όμηρο γνωρίσαμε ότι η ανυπαρξία είναι πολυτιμότερη από την ύπαρξη.


Πολυτιμότερη από την ύπαρξη είναι η ανυπαρξία και για τον Αριστοτέλη. Ο φιλόσοφος για να αποφύγει το πάθημα του ποιητή και να μην χάσει τα πρωτεία, φρόντισε να μας κληροδοτήσει την πικρή του γνώση ποιητικά. Όταν ο βασιλιάς Μίδας, διηγείται στο 44 απόσπασμα, κυνηγούσε κι έπιασε κάποτε τον Σειληνό στο δάσος, ζητούσε με παρακάλια κι απειλές να του φανερώσει: 

«Ποιο είναι το μεγαλύτερο καλό που μπορεί να συμβεί στον άνθρωπο;»

Και ο δαίμονας απάντησε:

«Το μεγαλύτερο καλό που μπορεί να συμβεί στον άνθρωπο είναι το να μη γεννηθεί ποτέ. Το δεύτερο μεγαλύτερο καλό είναι, αφού γεννηθεί, να πεθάνει αμέσως».

«μετ’ αγνοίας των οικείων κακών αλυπότατος ο βίος. Άριστον γαρ πάσι και πάσαις το μη γενέσθαι. Δεύτερον δε το γενομένους αποθανείν ως τάχιστα».


Τον φόβο του θανάτου τον μεταστοιχείωσε σε παρηγοριά η ελληνική τέχνη. Έτσι είδαν τον θάνατο οι έλληνες και αυτό τους έσωσε από την αλήθεια. Τη βουβή τους πίκρα για τη ζωή που φεύγει και χάνεται οι έλληνες την τραγούδησαν και τη φιλοσόφησαν και ανέβηκαν σε ακρώρειες που άλλοι δεν έσωσαν να ανέβουν. Τον φόβο του θανάτου οι έλληνες τον έκαμαν τέχνη, θα μας πει ο Λιαντίνης. Οι άλλοι λαοί τον έκαμαν θρησκεία.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η πιο αστεία και τραγελαφική ιστορία που έχω ακούσει σε brevet

Super Randonnee 600 West Epirus

Brevet Βουτσαρά 2025 "Φάνης Παππάς"