Μνημόσυνο
Τη στερνή ώρα που ο ήλιος παίρνει να ρίχνει τους ίσκιους στις πλαγιές είναι που βλέπω τη μορφή σου πάνω από τους λειμώνες και τα λιοστάσια. Στις Ρίγανες και στον Άη Δημήτρη. Τα κυπαρίσσια όρθια στον κάμπο μετρημένα είκοσι έξι. Όσα και τα χρόνια σου που γιόρτασες. Προτού να ρθει εκείνος ο σκληρός Μάης. Ήταν ο Μάης που ήρθε με την απαλή βροχή να ποτίσει τις πρασινάδες και τους μπαξέδες. Και να κάνει τον πρώτο σπόρο στο τριφύλλι να πετάξει τον βλαστό. Το καλοκαίρι που θα ρχόταν με την ώρα του θα τανε καυτό στον κάμπο και στις αυλές. Αλλά δεν ήταν να το δεις. Στο κλείσιμο της πόρτας που έκαμε η άνοιξη πήρε κι εσένα. Παλιά μου φίλη. Από σένα μένει τώρα μια λύπη στη μνήμη και μια ήσυχη νοσταλγία. Όμως αγέρωχη και σφριγηλή. Με απαλά βήματα σε βλέπω να γυρνάς στον λόγγο τραγουδώντας με τα άλλα κορίτσια του χωριού το πικρό και το χαρούμενο τραγούδι του έρωτα και του θανάτου. Είναι η φτώχια της προσμονής που δίνει βήμα στη σκληρή απουσία. Ξύπνησα και δεν σε είδα, διάβηκες νωρίς θα σο...