Μπάρος
"τίς γὰρ ταύτην ὁδὸν ἡγεμονεύσει;" (Όμηρος, Οδύσσεια, ραψ. Κ, στιχ. 501) (Απόδοση: γιατί ποιος θα μας καθοδηγήσει σε αυτόν τον δρόμο;) Σαν ανεβεί για πρώτη φορά ο ποδηλάτης στον Μπάρο, άλλα περιμένει για να δει και άλλα βλέπει. Σαν αφήσει πίσω του τα Πράμαντα και τους Χριστούς και φτάσει στον Καλαρίτικο, σαν πιάσει να ανηφορίσει τις απανωτές κλίσεις, τέσσερις – πέντε – δέκα, κάπου σχεδόν αμέτρητες, σαν αφήσει αριστερά του να περάσουν κατά σειρά οι Καλαρρύτες, οι ράχες του Προφήτη Ηλία και του Καλόγερου, σαν καβαλήσει την τελευταία ακρώρεια, εκεί θα αντικρύσει την κορυφή. Μανούλα μου! θα πει. Κι η ψυχή του θα βουλιάξει. Πώς βουλιάζει βλαστάρι στο χώμα σαν το πατήσει ελέφαντας. Θα του κοπούν τα ήπατα και θα σκοτιστεί ο τόπος γύρω του. Ο γιγάντιος φωτερός όγκος που, όταν τον αντίκρυζε από μακριά, φάνταζε στα μάτια του απέραντα μακρινός, χαμένος στα ύψη και στον ουρανό, ίδιος μαρμάρινος ώμος λευκού θεού, αυτός ο γιγάντιος φωτερός όγκος τινάζεται τώρα μπροστά στα μάτια του ζωντανό...