Προτού φτάσει να ανηφορίσει την πρώτη απαγανιά, πέρασε μια μικρή κοιλάδα που την έλεγαν "Στο Μύλο". Κύτταξε τον παλαιό νερόμυλο με το βαγένι, με τη φτερωτή και με τη χελιδόνα του. Κάπου εκεί στη δέση των νερών, ακούμπησε στον όχτο του αυλακιού και θυμήθηκε το τραγούδι που άκουγε παιδί να τραγουδάνε οι δύο μυλωνάδες, ο γέρο Γιαννακός κι ο γέρο Δημητρώνης, την ώρα που έπαιρνε να δειλιάζει η μέρα και γέρναν τ' απόσκια στις αυλές. Το τραγούδι έλεγε έτσι: "Ποταμέ μου, όταν γιομίζεις και βαρείς και κυματίζεις, πάρε με στα κύματά σου, στα βεργολυγίσματά σου, να με πας στη δύση - δύση και στης Αργαστής τη βρύση".